Listen to this article

Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Η ακράτεια ούρων, ως όρος, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστης και οποιαδήποτε ανεπιθύμητη απώλεια ούρων. Η συχνότητά εμφάνισής της αυξάνει με την ηλικία και συνοδεύεται από σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση, καθώς συχνά προκαλεί αμηχανία και αίσθημα ντροπής.

Πρόκειται για ένα συχνό πρόβλημα που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, με τις γυναίκες να έχουν τριπλάσιο κίνδυνο να εκδηλώσουν ακράτεια ούρων σε σχέση με τους άνδρες. Οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην εμφάνιση ακράτειας ούρων, συγκριτικά με τους άνδρες, κυρίως λόγω διαφορών στη δομή και λειτουργία του ουρογεννητικού συστήματος.

Στη μέση ηλικία και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της περιεμμηνόπαυσης και της εμμηνόπαυσης, η συχνότητα εμφάνισης της ακράτειας ούρων αυξάνεται σημαντικά. Η μείωση των επιπέδων οιστρογόνων που παρατηρείται σε αυτή τη φάση της ζωής της γυναίκας οδηγεί σε λέπτυνση και ξηρότητα των βλεννογόνων, καθώς και σε εξασθένηση των συνδετικών ιστών του κόλπου και της ουρήθρας.

Οι αλλαγές αυτές μειώνουν την ελαστικότητα και τη στηρικτική ικανότητα των ιστών, καθιστώντας δυσκολότερο τον έλεγχο της ροής των ούρων και αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφάνισης ακράτειας.

Παχυσαρκία και ακράτεια ούρων

Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία έχουν αναγνωριστεί ως ισχυροί προγνωστικοί παράγοντες για ακράτεια ούρων, με τον κίνδυνο να είναι σημαντικά αυξημένος στις περιπτώσεις παχυσαρκίας.

Πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει την ύπαρξη ισχυρής συσχέτισης μεταξύ δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και κινδύνου εμφάνισης ακράτειας ούρων, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι κάθε αύξηση κατά 5 μονάδες στον ΔΜΣ συνοδεύεται με σημαντική αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης ακράτειας ούρων κατά 60%-100%.

Όπως έχει διαπιστωθεί, το αυξημένο βάρος επιβαρύνει τη λειτουργία της ουροδόχου κύστης και των υποστηρικτικών δομών της, με αποτέλεσμα τη μειωμένη ικανότητα συγκράτησης των ούρων.

Γιατί η ακράτεια ούρων είναι συχνότερη στις παχύσαρκες και υπέρβαρες γυναίκες

Η συσχέτισης μεταξύ δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και κινδύνου εμφάνισης ακράτειας ούρων είναι ακόμη ισχυρότερη στις υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας. Τα επιπλέον κιλά, ειδικά στην περιοχή της κοιλιάς, θεωρούνται επίσης σημαντικός παράγοντας κινδύνου για ακράτεια ούρων. Εκτιμάται ότι το 45% έως 70% των παχύσαρκων γυναικών εμφανίζουν ακράτεια. 

Πολλές γυναίκες αποδίδουν την ακράτεια ούρων στην ηλικία και υποτιμούν την επίδραση του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας στα συμπτώματά τους. Ωστόσο, έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι η ακράτεια ούρων είναι συχνότερη στις παχύσαρκες και υπέρβαρες γυναίκες γιατί:

• Το υπερβολικό βάρος ασκεί μεγαλύτερη πίεση στην ουροδόχο κύστη και τους περιβάλλοντες μύες, οδηγώντας σε μείωση της δύναμής τους και σε διαρροή ούρων κατά το βήχα ή το φτέρνισμα.

• Το βάρος του κεντρικού λιπώδους ιστού μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια αύξηση της κοιλιακής πίεσης, προκαλώντας τάση στην υποστήριξη της ουρήθρας, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοίμωξης.

• Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία οδηγούν σε οξειδωτική καταπόνηση και χρόνια αντίσταση στην ινσουλίνη, οδηγώντας σε αγγειακή βλάβη του πυελικού εδάφους και σκλήρυνση του εξωστήρα και του σφιγκτήρα. 

• Η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και γυναικείας ακράτειας ούρων μπορεί επίσης να σχετίζεται με τη μείωση των επιπέδων γκρελίνης στην κυκλοφορία του αίματος, με επακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις στον έλεγχο των ούρων. 

Πώς βοηθά η απώλεια βάρους

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η απώλεια βάρους μέσω της υγιεινής διατροφής και της τακτικής σωματικής άσκησης, αποτελεί θεραπεία πρώτης γραμμής για υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες με ακράτεια ούρων.

Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και μέτρια απώλεια βάρους – περίπου 5% έως 10% του αρχικού σωματικού βάρους –  μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική μείωση της συχνότητας και της σοβαρότητας των επεισοδίων ακράτειας.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της συνολικής παρέμβασης, η ενσωμάτωση προγραμμάτων ενδυνάμωσης των μυών του πυελικού εδάφους ενισχύει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας και συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της λειτουργικότητας του ουρογεννητικού συστήματος.

Share.
Exit mobile version