Listen to this article

Οι πιέσεις στις μετοχές του αμερικανικού τομέα υγείας εντάθηκαν το 2025, εν μέρει λόγω πολιτικών της κυβέρνησης Τραμπ, ωστόσο ορισμένοι επενδυτές θεωρούν πλέον ότι οι υποτιμημένες μετοχές του κλάδου αποτελούν ευκαιρία που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Ο δείκτης υγειονομικής περίθαλψης S&P 500 Health Care (.SPXHC), που περιλαμβάνει φαρμακευτικές, βιοτεχνολογικές εταιρείες, ασφαλιστές υγείας και κατασκευαστές ιατρικού εξοπλισμού, έχει σημειώσει πτώση 5% το 2025 — σε αντίθεση με την άνοδο άνω του 7% του γενικού δείκτη S&P 500 (.SPX).

Μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζουν αρνητικά την πορεία του κλάδου είναι οι πιέσεις της διοίκησης Τραμπ για εξίσωση των τιμών των συνταγογραφούμενων φαρμάκων με εκείνες του εξωτερικού, οι δασμοί σε φαρμακευτικά προϊόντα και οι περικοπές σε τομείς όπως η έρευνα υγείας και το Medicaid.

Οι επενδυτές αναφέρουν ότι τα ρυθμιστικά εμπόδια επιδεινώνουν τις προκλήσεις του τομέα, σε συνδυασμό με τη λήξη πατεντών φαρμάκων και τις απογοητευτικές επιδόσεις εταιρειών-δείκτη όπως η UnitedHealth Group.

«Υπάρχει συνεχής πολιτική και ρυθμιστική αβεβαιότητα, που δεν φαίνεται να μειώνεται με καμία κυβέρνηση», δήλωσε ο Jared Holz, στρατηγικός αναλυτής τομέα υγείας της Mizuho Securities.

«Όταν υπάρχει τόσο θολό τοπίο γύρω από τον κλάδο, αποθαρρύνει τους επενδυτές αντί να τους προσελκύει».

Ενδεικτικό της απώλειας εμπιστοσύνης είναι και το γεγονός ότι τα χρηματιστηριακά ETFs του κλάδου υγείας καταγράφουν 12 συνεχόμενους μήνες εκροών, συνολικού ύψους 11,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το υψηλότερο ποσό εκροών σε σχέση με κάθε άλλο τομέα, σύμφωνα με την State Street Investment Management.

Σε ιστορικό discount ο κλάδος

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο απογοητευτική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα: την ώρα που οι μετοχές τεχνολογίας εκτίναξαν τον δείκτη S&P 500 κατά 50% την τελευταία τριετία, ο κλάδος της υγείας παρέμεινε σχεδόν στάσιμος.

Αυτή η απόκλιση έχει οδηγήσει τον τομέα  στο μεγαλύτερο discount έναντι της ευρύτερης αγοράς εδώ και σχεδόν 30 χρόνια, γεγονός που κάνει κάποιους επενδυτές να πιστεύουν ότι επίκειται σημείο καμπής για τις υποτιμημένες μετοχές.

«Οι αποτιμήσεις είναι εξαιρετικά χαμηλές και η σχετική απόδοση βρίσκεται σε ακραίο σημείο», ανέφερε ο Walter Todd, επικεφαλής επενδύσεων της Greenwood Capital, η οποία διατηρεί θέσεις σε εταιρείες όπως η Johnson & Johnson και η Stryker. «Φαίνεται να είναι μια καλή στιγμή για πιθανή υπεραπόδοση».

Σύμφωνα με στοιχεία της LSEG Datastream, ο δείκτης τιμής προς κέρδη (P/E) του κλάδου υγείας —βάσει των εκτιμήσεων για το επόμενο έτος— έχει μειωθεί στο 16,2, από σχεδόν 20 πριν ένα χρόνο.

Την ίδια ώρα, η άνοδος του S&P 500 σε ιστορικά υψηλά έχει ανεβάσει τον δικό του δείκτη P/E πάνω από 22, δίνοντας στην ευρύτερη αγορά σημαντικό premium έναντι του κλάδου υγείας.

“Τα άσχημα νέα έχουν προεξοφληθεί”

Ορισμένες από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες διαπραγματεύονται σε ακόμη χαμηλότερες αποδόσεις. Για παράδειγμα, η Merck εμφανίζει forward P/E 8,7, ενώ ο ιστορικός μέσος όρος της είναι 14,5. Η Bristol Myers Squibb διαπραγματεύεται με δείκτη 7,4, έναντι μέσου όρου 15,8.

Και οι δύο μετοχές έχουν υποχωρήσει περίπου 20% από τις αρχές του έτους.

Ορισμένοι value investors (επενδυτές που αναζητούν μετοχές με χαμηλή αποτίμηση σε σχέση με την πραγματική τους αξία) αρχίζουν να επιστρέφουν στον κλάδο. Μεταξύ αυτών και ο Patrick Kaser, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της Brandywine Global, ο οποίος διατηρεί υψηλή έκθεση στον τομέα της υγείας, περιλαμβάνοντας στο χαρτοφυλάκιό του μετοχές της CVS Health, καθώς και των GSK και Sanofi.

ΠΗΓΗ: Reuters

Share.
Exit mobile version