Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη

 

Μια νέα έρευνα, χρηματοδοτούμενη από το British Heart Foundation, οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας διαγνωστικής εξέτασης για την καρδιακή προσβολή που θα μπορούσε να εξοικονομήσει εκατομμύρια σε όλα τα δημόσια συστήματα Υγείας. Η καινοτομία της εξέτασης έγκειται στο ότι δίνει πολύ ταχύτερες απαντήσεις από την τυπική δοκιμασία, που σημαίνει ότι οι ασθενείς που δε διατρέχουν κίνδυνο θα μπορούσαν να επιστρέψουν σπίτι τους γρηγορότερα, ενώ τα νοσοκομειακά κρεβάτια θα μπορούσαν να απελευθερωθούν πιο άμεσα για άλλους ασθενείς.

 Η εξέταση αίματος λειτουργεί με την ανάλυση πρωτεϊνών που ονομάζονται καρδιακή μυοσίνη-δεσμευτική πρωτεΐνη C (cardiac myosin-binding protein C – cMyC), οι οποίες εμφανίζουν μεγάλες τιμές μετά από καρδιακή προσβολή. Η εξέταση προσφέρει πλεονεκτήματα σε σχέση με την τρέχουσα διαγνωστική διαδικασία, καθώς αυτές οι πρωτεΐνες εμφανίζονται ταχύτερα και σε υψηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τα ισχύοντα τεστ, επιτρέποντας την ταχύτερη διεξαγωγή και ολοκλήρωση όλων των διαγνωστικών εξετάσεων και επομένως την αποδέσμευση των ασθενών πολύ νωρίτερα.

 Τα αντίστοιχα τεστ που χρησιμοποιούνται σήμερα αναλύουν την τροπονίνη (troponin), μία άλλη πρωτεΐνη που εμφανίζεται στο αίμα μετά από καρδιακή προσβολή. Ωστόσο, ανάλογα με τον τύπο του τεστ που χρησιμοποιείται, μπορεί να απαιτείται από ένα υψηλό ποσοστό ασθενών, περίπου από το 85%, να παραμείνουν στο νοσοκομείο όλη τη νύχτα για περαιτέρω εξετάσεις, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο ασθενής δεν υπέστη καρδιακή προσβολή.

 «Οι μεγάλες καρδιακές προσβολές είναι συχνά εύκολο να διαγνωσθούν με ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), αλλά πρόκληση αποτελεί η διάγνωση των μικρότερων καρδιακών συμβάντων, τα οποία είναι πιο συχνά και εξίσου απειλητικά για τη ζωή», δήλωσε ο  καθηγητής Sir Nilesh Samani, Ιατρικός Διευθυντής στο British Heart Foundation. «Η εξέταση τροπονίνης χρησιμοποιείται εδώ και 20 χρόνια, περίπου, και είναι σήμερα το πιο ισχυρό εργαλείο που διαθέτουμε για τη διάγνωση των καρδιακών επεισοδίων, αλλά υπάρχει πάντα περιθώριο βελτίωσης».

 Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το συγκεκριμένο τεστ στο πλαίσιο της μελέτης του προφίλ ασφαλείας του στο νοσοκομείο του St Thomas, στο κεντρικό Λονδίνο. Τα αποτελέσματα διαπίστωσαν ότι η νέα διαγνωστική εξέταση θα μπορούσε να βοηθήσει περίπου 2.500 ασθενείς το χρόνο να φύγουν συντομότερα από το νοσοκομείο και αυτό θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα εξοικονόμηση για τη συγκεκριμένη δομή Υγείας περίπου 800.000 λίρες ετησίως.

 

Εάν εφαρμόζονταν σε ολόκληρη τη χώρα, οι αποταμιεύσεις αυτές θα μπορούσαν να είναι πολλαπλάσιες, εξοικονομώντας σημαντικούς πόρους για το δημόσιο σύστημα Υγείας. Κρίνεται πολύ πιθανό, εντός των επόμενων πέντε ετών, η νέα διαγνωστική εξέταση να χρησιμοποιηθεί στα νοσοκομεία.

 

 

Share.
Exit mobile version