Listen to this article

Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την επιτυχή αντιμετώπιση πολλών ασθενειών. Παρά τη διαθεσιμότητα προληπτικών εξετάσεων και προγραμμάτων ελέγχου, σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού αποφεύγει να ενημερωθεί για την υγεία του.

Ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Max Planck για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη (MPIB), στο Βερολίνο, θέλησε να διερευνήσει πόσο διαδεδομένη είναι η αποφυγή ιατρικών πληροφοριών και ποιοι λόγοι βρίσκονται πίσω από αυτήν τη συμπεριφορά. 

Τα ανησυχητικά ευρήματα διεθνούς μετα-ανάλυσης

Η μετα-ανάλυση βασίστηκε σε 92 μελέτες με περισσότερους από 560.000 συμμετέχοντες από 25 διαφορετικές χώρες. Οι μελέτες που αναλύθηκαν εξέτασαν παθήσεις όπως η νόσος Αλτσχάιμερ, η νόσος Χάντινγκτον, ο HIV/AIDS, ο καρκίνος και ο διαβήτης

Οι ερευνητές όρισαν την αποφυγή πληροφοριών ως «οποιαδήποτε συμπεριφορά έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει ή να καθυστερήσει την απόκτηση διαθέσιμων αλλά δυνητικά ανεπιθύμητων πληροφοριών». Αυτό περιλαμβάνει την αναβολή ή τη μη προσέλευση σε ιατρικά ραντεβού, την άρνηση ιατρικών εξετάσεων, τη μη παραλαβή των αποτελεσμάτων των εξετάσεων και την αγνόηση των πληροφοριών εκπαίδευσης των ασθενών. 

Τα αποτελέσματα ήταν ανησυχητικά: περίπου 1 στους 3 ασθενείς αποφεύγει τις ιατρικές πληροφορίες – ειδικά σε περίπτωση σοβαρών ασθενειών – κυρίως λόγω φόβου και έλλειψης εμπιστοσύνης στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Η αποφυγή ήταν συχνότερη σε ανίατες νευροεκφυλιστικές παθήσεις: 41% για τη νόσο Αλτσχάιμερ, 40% για τη νόσο του Χάντινγκτον, 29% για τον καρκίνο 24% για το διαβήτη.

Γιατί οι ασθενείς αποφεύγουν τις ιατρικές πληροφορίες 

Η ανάλυση των αιτιών αυτής της συμπεριφοράς ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Οι ερευνητές εντόπισαν 16 βασικούς προγνωστικούς παράγοντες για την αποφυγή των ιατρικών πληροφοριών. Παραδόξως, το φύλο, η φυλή και η εθνικότητα δεν ήταν μεταξύ αυτών. Οι ισχυρότεροι προγνωστικοί παράγοντες διαπιστώθηκε ότι ήταν:

Η γνωστική υπερφόρτωση. Διαγνώσεις όπως ο καρκίνος μπορεί να είναι περίπλοκες και αγχωτικές.

Η χαμηλή αίσθηση αυτοπεποίθησης, δηλαδή έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα λήψης αποφάσεων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης.

Ο φόβος στιγματισμού, ιδιαίτερα σε νοσήματα όπως ο HIV.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ιατρικό σύστημα, σε συνδυασμό με χαμηλότερες προσδοκίες για θετικά αποτελέσματα θεραπείας. 

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η χαμηλότερη εμπιστοσύνη σχετίζεται με την υψηλότερη αποφυγή πληροφοριών. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο ιατρικό σύστημα θα μπορούσε επομένως να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τις ιατρικές πληροφορίες», εξηγεί ο Δρ. Konstantin Offer, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και ερευνητής στο Κέντρο Προσαρμοστικής Ορθολογικότητας στο  Ινστιτούτο Max Planck για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη.

Επιπτώσεις για την υγειονομική πολιτική

Η ανασκόπηση υπογραμμίζει ένα σημαντικό μοτίβο όπου ο φόβος και ο σκεπτικισμός αποτρέπουν τους ανθρώπους να μάθουν τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία τους , ακόμη και όταν η έγκαιρη ανίχνευση θα μπορούσε να είναι ωφέλιμη.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αποφυγή της πληροφόρησης δεν είναι σπάνια ούτε απαραίτητα παράλογη. Αντίθετα, επηρεάζεται από κοινωνικούς και θεσμικούς παράγοντες. Επομένως, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των ασθενών απέναντι στο σύστημα υγείας θα μπορούσε να συμβάλλει στη βελτίωση της συμμόρφωσης και στην πρόληψη.

Με πληροφορίες από το Max Planck Institute for Human Development & το Annals of Behavioral Medicine.

Share.
Exit mobile version