Από την Αθηνά Γκόρου
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η νόσος Αλτσχάιμερ, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Φρανσίσκο (UCSF) και τα Ινστιτούτα Gladstone στράφηκαν σε υπάρχοντα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου. Τα δύο φάρμακα που ξεχώρισαν είναι η λετροζόλη, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για τον καρκίνο του μαστού, και η ιρινοτεκάνη, που χορηγείται για καρκίνους του παχέος εντέρου και των πνευμόνων. Και τα δύο φάρμακα έχουν ήδη εγκριθεί από τις αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές, πράγμα που σημαίνει ότι οι κλινικές δοκιμές για τη νόσο Αλτσχάιμερ μπορούν να ξεκινήσουν γρηγορότερα.
Οι ερευνητές ξεκίνησαν αναλύοντας πώς η νόσος Αλτσχάιμερ αλλάζει την έκφραση γονιδίων στον εγκέφαλο, ενώ χρησιμοποίησαν το Connectivity Map (βάση ανάλυσης δεδομένων), το οποίο βοηθά στην εύρεση φαρμάκων που μπορούν να αντιστρέψουν τις συγκεκριμένες γονιδιακές αλλαγές. Στη συνέχεια, συνέκριναν ιατρικά αρχεία ασθενών που είχαν λάβει αυτά τα φάρμακα στο πλαίσιο θεραπειών για τον καρκίνο και παρατήρησαν ότι αυτοί οι ασθενείς είχαν μειωμένη πιθανότητα να αναπτύξουν νόσο Αλτσχάιμερ.
Για να ελέγξουν την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων, οι επιστήμονες τα δοκίμασαν σε ποντίκια που εμφάνιζαν συμπτώματα της νόσου. Όταν χορηγήθηκαν σε συνδυασμό, η λετροζόλη και η ιρινοτεκάνη κατάφεραν να μειώσουν σημαντικά τις τοξικές συσσωρεύσεις της tau πρωτεΐνηςστον εγκέφαλο, μία από τις βασικές αιτίες της εκφύλισης των εγκεφαλικών κυττάρων. Παράλληλα, τα ζώα παρουσίασαν σημαντική βελτίωση στη μνήμη και στις ικανότητες μάθησης, κάτι που αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους στην αντιμετώπιση της νόσου.

Επιπλέον, η έρευνα έδειξε πως κάθε φάρμακο επηρεάζει διαφορετικούς τύπους εγκεφαλικών κυττάρων: η λετροζόλη δρά κυρίως στους νευρώνες, ενώ η ιρινοτεκάνη στοχεύει τα γλοιακά κύτταρα, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη και την προστασία του εγκεφάλου.
Η νόσος Αλτσχάιμερ θεωρείται αποτέλεσμα πολλαπλών και σύνθετων αλλαγών σε γονίδια και πρωτεΐνες που επηρεάζουν τη συνολική υγεία του εγκεφάλου, γεγονός που δυσχεραίνει την ανάπτυξη θεραπειών που να εστιάζουν σε έναν μόνο στόχο. Ο συνδυασμός των δύο φαρμάκων, που επιτίθενται σε διαφορετικές διαδρομές της νόσου, φαίνεται να είναι μια πολλά υποσχόμενη στρατηγική.
Παρά την αισιοδοξία, οι επιστήμονες τονίζουν ότι μέχρι στιγμής τα φάρμακα έχουν δοκιμαστεί μόνο σε πειραματόζωα, και ότι είναι απαραίτητη η διεξαγωγή κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους για να επιβεβαιωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους. Επιπλέον, τα φάρμακα μπορεί να έχουν παρενέργειες που πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά πριν από την ευρεία χρήση τους σε ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Με περισσότερα από 55 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως να πάσχουν από τη νόσο Αλτσχάιμερ, και τον αριθμό αυτό να προβλέπεται να διπλασιαστεί τα επόμενα 25 χρόνια, η ανάπτυξη νέων και αποτελεσματικών θεραπειών αποτελεί επιτακτική ανάγκη για τη δημόσια υγεία.
Οι ερευνητές ελπίζουν ότι αυτή η προσέγγιση, βασισμένη στην επαναχρησιμοποίηση ήδη εγκεκριμένων φαρμάκων και στην εξατομίκευση της θεραπείας βάσει των γονιδιακών αλλαγών κάθε ασθενούς, θα μπορέσει σύντομα να προσφέρει μια πραγματική λύση για εκατομμύρια ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στην έρευνα:
Cell-type-directed network-correcting combination therapy for Alzheimer’s disease
https://www.cell.com/cell/fulltext/S0092-8674(25)00737-8?_returnURL=https%3A%2F%2Flinkinghub.elsevier.com%2Fretrieve%2Fpii%2FS0092867425007378%3Fshowall%3Dtrue