Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Η απώλεια ενός συζύγου/συντρόφου αποτελεί μια βαθιά τραυματική εμπειρία, η οποία επηρεάζει με πολλαπλούς τρόπους το σύντροφο που μένει πίσω. Πολυάριθμες μελέτες έχουν τεκμηριώσει τις αρνητικές επιπτώσεις της χηρείας στη σωματική και ψυχική υγεία και την μακροχρόνια ευεξία των επιζώντων συζύγων.
Η απώλεια του/της συζύγου μπορεί να επηρεάσει τόσο τη συναισθηματική όσο και την κοινωνική μοναξιά, αν και με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Οι άνθρωποι όταν βιώνουν μοναξιά μπορεί να νιώσουν λύπη ή ακόμα και κατάθλιψη. Η μοναξιά ορίζεται συνήθως ως ένα αντιληπτό ή πραγματικό χάσμα μεταξύ των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων ενός ατόμου και του πώς θα ήθελε να είναι.
Παρά το γεγονός ότι ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ισχυρές και υποστηρικτικές κοινωνικές σχέσεις μετριάζουν το αίσθημα μοναξιάς και τις ψυχολογικές συνέπειες της χηρείας, μια νέα μελέτη διαπιστώνει ότι οι χήροι γονείς, ακόμη και εκείνοι που διατηρούν στενές σχέσεις με τα ενήλικα παιδιά τους, συνεχίζουν να βιώνουν σημαντικά συναισθήματα μοναξιάς.
Τα ευρήματα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις κοινώς αποδεκτές υποθέσεις που δείχνουν ότι οι χήροι γονείς βιώνουν πολύ χαμηλότερα επίπεδα μοναξιάς από εκείνους που δεν έχουν παιδιά.
Η πολύπλοκη φύση του πένθους
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Siegen, στη Γερμανία, χρησιμοποιώντας δεδομένα έρευνας από την Γερμανική Μελέτη Γήρανσης (DEAS) από το 1996 έως το 2021, θέλησε να διερευνήσει εάν οι στενές σχέσεις γονέα-παιδιού μπορούν μετριάσουν τα επίπεδα της μοναξιάς το διάστημα που ακολουθεί μετά την χηρεία
Η μελέτη ανέλυσε συνεντεύξεις από 5.500 άτομα σε χηρεία, άνδρες και γυναίκες, με σκοπό να διερευνήσει πώς η γονεϊκότητα και οι σχέσεις με τα ενήλικα παιδιά μπορούν να επηρεάσουν τη συναισθηματική ευεξία των χήρων.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν μια σειρά από καταστάσεις, ανάλογα με το πόσο η καθεμία από αυτές αντανακλούσε τα συναισθήματά τους. Μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν ήταν η έλλειψης συναισθηματικής ασφάλειας και ζεστασιάς, το αίσθημα απόρριψης και η παρουσία τρίτων προσώπων στα οποίαθα μπορούσαν να βασιστούν εάν προέκυπταν προβλήματα.
Τα ευρήματα της μελέτης αποκάλυψαν μια επίμονη αύξηση της συναισθηματικής μοναξιάς μετά τη χηρεία τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι, ενώ οι ισχυροί δεσμοί με τα παιδιά μπορούν να παρέχουν υποστήριξη και συντροφικότητα, δεν φαίνεται να μετριάζουν το επίμονο αίσθημα απώλειας και απομόνωσης που νιώθουν πολλοί χήροι γονείς.
Αυτό ίσχυε και για τις μητέρες οι οποίες, αντίθετα από τους πατέρες, ανέφεραν πιο αυξημένη συχνότητα επαφής και μεγαλύτερη συναισθηματική εγγύτητα με τα παιδιά τους μετά την απώλεια του συζύγου.
Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι η συναισθηματική μοναξιά παρέμεινε αυξημένη για μια περίοδο τουλάχιστον επτά ετών, υποδεικνύοντας ότι αυτές οι αυξήσεις στα επίπεδα μοναξιάς δεν είναι παροδικές αλλά διαρκείς και επίμονες.
Η έρευνα, η οποία εκτείνεται σε διάστημα 25 ετών και περιγράφεται ως η πρώτη του είδους της, ρίχνει φως στην πολύπλοκη φύση του πένθους και υπογραμμίζει τις διαρκείς συναισθηματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα που έχουν χάσει έναν/μία σύζυγο, ανεξάρτητα από τις οικογενειακές τους συνδέσεις.
Ένας βασικός περιορισμός της μελέτης
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτηςυποδηλώνουν με ισχυρά στοιχεία ότι ούτε οι ισχυρές σχέσεις γονέα-παιδιού πριν από τη χηρεία ούτε οι ενισχυμένοι δεσμοί γονέα-παιδιού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της χηρείας αντισταθμίζουν αποτελεσματικά τις συνέπειες της συζυγικής απώλειας.
Ωστόσο, υπάρχει ένας βασικός περιορισμός στην μελέτη: οι ερευνητές περιόρισαν την ανάλυσή τουςμόνο στις σχέσεις γονέα-παιδιού και τη συσχέτισή τους με τη μοναξιά κατά την περίοδο της χηρείας, χωρίς να λάβουν υπόψη τους κοινωνικούς δεσμούς με άλλους συγγενείς ή άτομα που δεν ανήκουν στο συγγενικό περιβάλλον.
Όπως σημειώνουν οι ερευνητές, μια πολλά υποσχόμενη κατεύθυνση για μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να περιλαμβάνει την εξέταση τόσο των συγγενικών όσο και των μη συγγενικών σχέσεων και τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των τύπων σχέσεων επηρεάζει τη συσχέτιση μεταξύ χηρείας και μοναξιάς.
Πηγή: Aging & Mental Health

