Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ αποκαλύπτει ότι το φύλο του μωρού μπορεί να μην είναι τελικά πάντα θέμα τύχης αλλά μια πιο περίπλοκη βιολογική διαδικασία. Όπως διαπιστώθηκε, παράγοντες όπως ηηλικία της μητέρας και το φύλο των μεγαλύτερων αδελφών ίσως να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του φύλου.
Το φύλο κατά τη σύλληψη – που καθορίζεται από τα φυλετικά χρωμοσώματα στο σπέρμα – θεωρείται εδώ και καιρό ένα τυπικό παράδειγμα απλής διωνυμικής κατανομής, που υποδηλώνει ότι κάθε γεγονός γονιμοποίησης είναι τυχαίο και ανεξάρτητο.
Η αναλογία αγοριών προς κοριτσιών κατά τη γέννηση είναι περίπου 50:50 σε επίπεδο πληθυσμού, κυρίως επειδή το ανδρικό σπέρμα είναι εξίσου πιθανό να περιέχει ένα χρωμόσωμα Χ ή Υ, το οποίο καθορίζει το φύλο ενός παιδιού.
Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ θέλησε να διερευνήσει γιατί ορισμένες οικογένειες έχουν παιδιά μόνο του ενός φύλου και ποιος μπορεί να είναι ο πιθανός ρόλος της μητέραςκαι της γενετικής στον καθορισμό του φύλου του παιδιού.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 58.000 γυναίκες στις ΗΠΑ, που είχαν αποκτήσει τουλάχιστον δύο παιδιά, εστιάζοντας σε8 συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους: το ύψος, το δείκτη μάζας σώματος, τη φυλή, το χρώμα μαλλιών, την ομάδα αίματος, τον χρονότυπο (δηλ. τη φυσική τάση του σώματος να κοιμάται συγκεκριμένη ώρα), την ηλικία της πρώτης έμμηνου ρύσης και την ηλικία που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί.
Υπό αμφισβήτηση η θεωρία του 50%-50% για το φύλο
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι η ηλικία της μητέρας παίζει καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του φύλου των μωρών. Όπως διαπιστώθηκε, οι γυναίκες που απέκτησαν παιδιά κάτω από την ηλικία των 23 ετών, είχαν μόνο 34% πιθανότητες να αποκτήσουν παιδιά του ίδιου φύλου. Αντίθετα, οι γυναίκες που γέννησαν για πρώτη φορά μετά την ηλικία των 28 ετών είχαν 45% πιθανότητες να αποκτήσουν παιδιά του ίδιου φύλου.
Επιπλέον, τα ευρήματα έδειξαν ότι οι μητέρες με τρία ή περισσότερα παιδιά ήταν πιο πιθανό να αποκτήσουν παιδιά του ίδιου φύλου. Οι οικογένειες με τρία κορίτσια είχαν 58% πιθανότητα να αποκτήσουν ένα ακόμη κορίτσι, ενώ οι οικογένειες με τρία αγόρια είχαν 61% πιθανότητα να αποκτήσουν ένα ακόμη αγόρι.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα είναι σημαντικά καθώς για πρώτη φορά διαπιστώνεται μια σύνδεση μεταξύ του φύλου του παιδιού και της ηλικίας κατά την οποία η μητέρα απέκτησε το πρώτο της παιδί.
Αν και ο λόγος της σύνδεσης αυτής παραμένει ασαφής, οι ερευνητές πιστεύουν ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με τις φυσιολογικές βιολογικές αλλαγές που υφίστανται οι γυναίκες καθώς μεγαλώνουν, όπως η αυξημένη οξύτητα στον κόλπο, που μπορεί να επηρεάσει την επιβίωση των σπερματοζωαρίων.
Πηγή: Science Advances
