Listen to this article

Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Τα μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία συνδέονται με αυξανόμενη αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα για ανθρώπους και ζώα διαπιστώνουν Αμερικανοί ερευνητές.

Σε εκτενές άρθρο-έκθεση που δημοσιεύτηκε στο New England and Journal of Medicine, ειδικοί επιστήμονες στις μολυσματικές ασθένειες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα νέα φυτοφάρμακα στην ανάπτυξη αντοχής στις αντιμυκητιασικές ιατρικές θεραπείες.

Οι επιστήμονες εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους ότι τα μυκητοκτόνα που χρησιμοποιούνται στη γεωργία μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη αντοχής στα αντιμυκητιασικά φάρμακα σε ανθρώπους και ζώα. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι πολλά μυκητοκτόνα και αντιμυκητιασικά φάρμακα μοιράζονται παρόμοιους μηχανισμούς δράσης. Η έκθεση επομένως σε μυκητοκτόνα σε γεωργικά περιβάλλοντα μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή και εξάπλωση ανθεκτικών μυκητιακών στελεχών που μπορούν επίσης να μολύνουν ανθρώπους και ζώα . 

Κοινός μηχανισμός δράσης

Τα μυκητοκτόνα είναι φυτοφάρμακα για την καταπολέμηση ασθενειών, που προκαλούνται από μύκητες ή βακτήρια. Περισσότερες από 100 δομικά διακριτές ενώσεις από περισσότερες από 30 χημικές κατηγορίες έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ως γεωργικά μυκητοκτόνα. Ωστόσο, η ανάπτυξη νέων ενώσεων για την εξόντωση επιβλαβών μυκήτων στα φυτά μπορεί να αυξήσει την αντοχή των μυκήτων στις θεραπείες σε ανθρώπους και ζώα. 

Για παράδειγμα, πολλά μυκητοκτόνα και αντιμυκητιασικά φάρμακα με βάση τις αζόλες μοιράζονται τον ίδιο μηχανισμό δράσης, στοχεύοντας στη σύνθεση της εργοστερόλης, ενός κρίσιμου συστατικού των κυτταρικών μεμβρανών των μυκήτων. Αυτό σημαίνει ότι οι μύκητες που εκτίθενται σε μυκητοκτόνα με βάση τις αζόλες στο περιβάλλον ενδέχεται να αναπτύξουν διασταυρούμενη αντοχή σε αντιμυκητιασικά – με βάση τις αζόλες-που χρησιμοποιούνται στην ιατρική. 

«Τα ανθεκτικά στα αντιμικροβιακά παθογόνα αποτελούν μια συνεχή υπενθύμιση για εμάς να χρησιμοποιούμε τους παράγοντες με σύνεση. Έχουμε μάθει ότι η ευρεία χρήση αντιβιοτικών για τα ζώα εκτροφής είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία ανάπτυξη αντοχής στα αντιβακτηριακά. Έχουμε παρόμοιες ανησυχίες σχετικά με τη χρήση αντιμυκητιασικών στο περιβάλλον», δήλωσε ο Δρ. George Thompson, κύριος συγγραφέας του άρθρου και επικεφαλής καθηγητής στο Τμήμα Λοιμωδών Νοσημάτων και στο Τμήμα Ιατρικής Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.

Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει παρατηρηθεί ραγδαία αύξηση των τύπων μυκήτων που προκαλούν σοβαρές λοιμώξεις στους ανθρώπους. Ένα παράδειγμα μύκητα που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί είναι το Candid aauris.

 «Οι μύκητες έχουν παρόμοιο κυτταρικό μηχανισμό με αυτόν των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα φάρμακα που σκοτώνουν μύκητες όπως το C. auris συχνά έχουν παρενέργειες για τους ανθρώπους. Με λίγα αντιμυκητιασικά φάρμακα να διαλέγονται κατά τη διάρκεια της κλινικής φροντίδας, η πρόληψη της αντοχής είναι ύψιστης σημασίας», εξηγεί ο Δρ. Thompson.

Στην έκθεσή τους οι ερευνητές αναφέρονται επίσης στην ίδρυση της Διατμηματικής Ομάδας Εργασίας για την Αντοχή και την Αποτελεσματικότητα στα Φάρμακα και τα Φυτοφάρμακα, ένα νέο τμήμα υπό την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ. Η νέα αυτή υπηρεσία έχει ως αποστολή την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις επερχόμενες ενώσεις που προτείνονται για καταχώριση, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών επιπτώσεων στην ιατρική πρακτική.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, απαιτείται μια συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια για την ανάπτυξη, τον έλεγχο και τη χρήση παραγόντων για την καταπολέμηση παθογόνων όπως οι μύκητες και τα βακτήρια καθώς και μια κοινή διαδικασία έγκρισης αντιμικροβιακών που να περιλαμβάνει μια διεξοδική αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων στο περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα πριν από οποιαδήποτε νέα χρήση μεγάλης κλίμακας περιβαλλοντικών και γεωργικών φυτοφαρμάκων.

Share.
Exit mobile version