Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Τα συσσωρευτικά υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για μεταβολική λιπώδη νόσο του ήπατος (MAFLD), σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύθηκαν στο BMC Gastroenterology .
Η μεταβολική λιπώδης νόσος του ήπατος αποτελεί τη συχνότερη ηπατική διαταραχή παγκοσμίως, με επιπολασμό που αγγίζει έως και το 46% του πληθυσμού. Χαρακτηρίζεται από συσσώρευση λίπους στο ήπαρ, ανεξάρτητα από την κατανάλωση αλκοόλ ή άλλες χρόνια ηπατοπάθειες, και μπορεί να εξελιχθεί σε στεατοηπατίτιδα, κίρρωση του ήπατος και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στη βιοψία ήπατος, η οποία παραμένει το «χρυσό πρότυπο» για γιατρούς και ασθενείς, ωστόσο είναι επεμβατική, με υψηλό κόστος και μη εφαρμόσιμη σε ευρεία κλίμακα.
Συνεπώς, η διερεύνηση ακριβέστερων και λιγότερο επεμβατικών ορολογικών διαγνωστικών δεικτών έχει μεγάλη σημασία για τη διάγνωση και τον έλεγχο της MAFLD. Το ουρικό οξύ ορού αποτελεί έναν τέτοιο δείκτη και θεωρείται πιθανός προγνωστικός παράγοντας της σοβαρότητας της MAFLD.
Αυξημένο ουρικό οξύ και επιπτώσεις στην υγεία
Το ήπαρ αποτελεί το κύριο όργανο παραγωγής ουρικού οξέος μέσω της διάσπασης των πουρινών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ουρικό οξύ αποβάλλεται από τους νεφρούς. Όμως σε ορισμένες περιπτώσεις ο μηχανισμός αποβολής του ουρικού οξέος δε λειτουργεί σωστά και οδηγεί σε υψηλές συγκεντρώσεις του στο αίμα, μία κατάσταση που ονομάζεται υπερουριχαιμία, η οποία είναι πιο συχνή σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο.
Το αυξημένο ουρικό οξύ στον οργανισμό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές παθολογικές καταστάσεις όπως ουρική αρθρίτιδα, νεφρολιθίαση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρταση, καρδιαγγειακά νοσήματα και, όπως δείχνουν πλέον τα δεδομένα, και σε λιπώδη νόσο του ήπατος.
Πως επηρεάζει το συσσωρευμένο αυξημένο ουρικό οξύ το ήπαρ
Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Βόρειας Κίνας ανέλυσε 21.333 ενήλικες με τρεις διαδοχικούς ελέγχους υγείας (2006–2010) και μέση παρακολούθηση τα 6,24 έτη. Κατά την ολοκλήρωση της μελέτης διαγνώστηκαν 8.280 νέες περιπτώσεις MAFLD (38,8%).
Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι:
• Η συσσωρευτική έκθεση σε υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης MAFLD.
• Ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερος σε άνδρες, καπνιστές, άτομα με κοιλιακή παχυσαρκία και σε όσους ασκούνταν τακτικά.
• Δεν έχει σημασία μόνο μια μεμονωμένη μέτρηση, αλλά η διαχρονική καταγραφή των επιπέδων ουρικού οξέος.
Γιατί έχουν σημασία τα ευρήματα
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η τακτική παρακολούθηση των επιπέδων ουρικού οξέος μπορεί να λειτουργήσει ως πρώιμος δείκτης κινδύνου για MAFLD.
Παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής (σωστή διατροφή, απώλεια βάρους, περιορισμός αλκοόλ) και φαρμακευτική αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην μείωση του κινδύνου εμφάνισης και εξέλιξης της νόσου.
