Listen to this article

Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Χιροσίμα, στην Ιαπωνία, υποστηρίζει ότι η παιδική κακοποίηση δεν επηρεάζει μόνο τη συναισθηματική ευημερία και την κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, αλλά αφήνει και μόνιμα βιολογικά «ίχνη» στο DNA, τα οποία σχετίζονται με μακροχρόνιες δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο.

Με απλά λόγια, η μελέτη αυτή διαπιστώνει για πρώτη φορά ότι το τραύμα δεν είναι μόνο ένα ψυχολογικό γεγονός, αλλά και μια βιολογική διεργασία που εγγράφεται για πάντα στο γονιδίωμά μας.

Προηγούμενη μελέτη των ερευνητών είχε δείξει ότι η παιδική κακοποίηση μπορεί να μεταβάλλει τη δραστηριότητα ορισμένων γονιδίων μέσω επιγενετικών μηχανισμών. Η πρόσφατη μελέτη, υιοθετώντας μια ευρεία γονιδιωματική προσέγγιση, εντόπισε νέους μοριακούς δείκτες και τους συνέδεσε άμεσα με δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο.

Η βιολογική βάση του τραύματος

Οι επιστήμονες ανέλυσαν λεπτομερώς το επιγονιδίωμα σε παιδιά και εφήβους με ιστορικό κακοποίησης και εντόπισαν τέσσερα σημεία μεθυλίωσης του DNA που σχετίζονται με το τραύμα: τα ATE1, SERPINB9P1, CHST11 και FOXP1.

Ειδικότερα το γονίδιο FOXP1, βασικός ρυθμιστής της εγκεφαλικής ανάπτυξης, παρουσίασε υπερμεθυλίωση, η οποία συνδέθηκε με αλλαγές στη φαιά ουσία περιοχών του εγκεφάλου που ελέγχουν τη συναισθηματική ρύθμιση και την κοινωνική συμπεριφορά.

Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν ότι το παιδικό τραύμα αφήνει διαρκή επιγενετικά “ίχνη”, τα οποία μπορούν να τροποποιούν την εγκεφαλική ανάπτυξη και να αυξάνουν την ευαλωτότητα σε ψυχικές διαταραχές.

«Το παιδικό τραύμα δεν είναι μόνο μια ψυχολογική εμπειρία, αλλά αφήνει μόνιμα βιολογικά αποτυπώματα στο μόριο του DNA και στον εγκέφαλο», εξηγεί η Δρ. Akemi Tomoda, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Νέες δυνατότητες για έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση

Η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε έναν «Δείκτη Επιγενετικού Κινδύνου» (Methylation Risk Score – MRS), βασισμένο στα τέσσερα σημεία μεθυλίωσης DNA που εντοπίστηκαν στην μελέτη και που σχετίζονται με το τραύμα.

Ο δείκτης αυτός, μέσω γονιδιωματικής προσέγγισης, μπορεί να διακρίνει με ακρίβεια τα άτομα με ιστορικό κακοποίησης από εκείνα που δεν έχουν υποστεί κακοποίηση, ακόμη και σε ανεξάρτητα δείγματα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη δημιουργία αντικειμενικών εργαλείων ανίχνευσης παιδικού τραύματος.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το παιδικό τραύμα επιδρά βιολογικά μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματικότερες στρατηγικές πρόληψης, θεραπείας και υποστήριξης, συμβάλλοντας στη διακοπή του κύκλου της παιδικής κακοποίησης.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Molecular Psychiatry.

Share.
Exit mobile version