Στο πλαίσιο του προγράμματος καρδιολογικού ελέγχου ΠΡΟΛΑΜΒΑΝΩ, περιλαμβάνεται πλέον και η μέτρηση της λιποπρωτεΐνης(α), μιας παραμέτρου που δεν είναι ευρέως γνωστή στο κοινό, αλλά συνδέεται στενά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πρόκειται για έναν γενετικά καθοριζόμενο δείκτη, του οποίου οι υψηλές τιμές σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Καθώς οι πολίτες λαμβάνουν τα αποτελέσματά τους, συχνά παρατηρούν αυξημένες τιμές, γεγονός που προκαλεί ανησυχία. Ωστόσο, η σωστή ενημέρωση και ερμηνεία των αποτελεσμάτων από ειδικό καρδιολόγο είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση και τη διαχείριση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ρούλα Σκουρογιάννη
Η καρδιά κινδυνεύει ακόμη κι όταν όλα δείχνουν καλά
Παρά τη σημαντική πρόοδο στη φαρμακευτική και επεμβατική καρδιολογία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα εξακολουθούν να είναι η νούμερο ένα αιτία πρόωρου θανάτου και αναπηρίας παγκοσμίως. Παράγοντες κινδύνου, όπως η υψηλή χοληστερόλη, η υπέρταση, ο διαβήτης, το κάπνισμα και η παχυσαρκία ελέγχονται πλέον συστηματικά – ωστόσο, πολλοί ασθενείς εμφανίζουν καρδιαγγειακές επιπλοκές χωρίς να έχουν εμφανή προβλήματα στους παραπάνω δείκτες.
Γιατί η μέτρηση της Lp(α) μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια – Τι λένε τα επιστημονικά δεδομένα ποια άτομα πρέπει να ελέγχονται και ποιες είναι οι σύγχρονες θεραπείες.
Όπως επισημαίνει, μιλώντας στο DailyPharmaNews, ο Δρ. Ιωάννης Χουρσαλάς, Καθηγητής Καρδιολογίας, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ένας από τους λιγότερο γνωστούς αλλά ιδιαίτερα σημαντικούς παράγοντες κινδύνου είναι η λιποπρωτεΐνη(α) – Lp(α), μια γενετικά καθοριζόμενη μορφή «κακής» χοληστερόλης που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα, αθηροσκλήρωση και στένωση της αορτικής βαλβίδας.
Τι είναι η Lp(α) και γιατί είναι διαφορετική από την κλασική LDL
Ο ειδικός επισημαίνει ότι η Lp(α) μοιάζει πολύ με τη γνωστή LDL –τη λεγόμενη «κακή» χοληστερόλη– καθώς διαθέτει έναν πυρήνα λιπιδίων και ένα μόριο απολιποπρωτεΐνης Β-100. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, όμως, είναι η παρουσία μιας επιπλέον πρωτεΐνης, της apo(a), η οποία παράγεται στο ήπαρ και προσδίδει ξεχωριστές ιδιότητες στο μόριο.
Η apo(a) περιέχει δομικά τμήματα που μοιάζουν με αυτά του πλασμινογόνου, ενός ενζύμου που φυσιολογικά βοηθά στη διάλυση θρόμβων. Όμως, λόγω μιας κρίσιμης διαφοράς στη δομή της, η apo(a) δεν είναι λειτουργικά ενεργή και όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά παρεμποδίζει τη φυσιολογική διαδικασία διάλυσης των θρόμβων, προάγοντας έτσι τη θρόμβωση.
Επιπλέον, η Lp(α) διεγείρει την παραγωγή του PAI-1, ενός ισχυρού αναστολέα της ινωδόλυσης που εντοπίζεται σε μεγάλες ποσότητες στις αθηρωματικές πλάκες. Το αποτέλεσμα είναι διπλό: η Lp(α) ευνοεί τόσο τη συσσώρευση λιπιδίων στο αγγειακό τοίχωμα όσο και την προθρομβωτική κατάσταση.
Η Lp(α) αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο ακόμα και όταν η LDL είναι φυσιολογική
«Ο κίνδυνος που προέρχεται από τη Lp(α) είναι ανεξάρτητος από άλλους κλασικούς δείκτες, όπως η LDL χοληστερόλη. Ιδιαίτερα οι μικρές ισομορφές της Lp(α), οι οποίες κυκλοφορούν σε μεγαλύτερες ποσότητες στο αίμα, σχετίζονται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πρόωρης στεφανιαίας νόσου.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα για να καταλάβει κανείς το πόσο η λιποπρωτεΐνη α συμμετέχει στα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης:
Lp(α) 30 mg/dl συνεισφέρει περίπου 10mg/dl στην ποσότητα της χοληστερόλης που μετράμε, μια ποσότητα που θεωρείται σχετικά ακίνδυνη.
Αν, όμως, τα επίπεδα Lp(α) φτάνουν π.χ. τα 210 mg/dl, αυτό σημαίνει ότι περίπου τα 70 mg/dl από τη χοληστερόλη που μετράμε οφείλονται στη λιποπρωτεΐνη α, για αυτό, και αυτά δεν τα ‘ακουμπούν’ καθόλου οι στατίνες. Αυτό εξηγεί γιατί σε κάποιες περιπτώσεις η χοληστερόλη δε μειώνεται όσο θα αναμενόταν από τα υπολιπιδαιμικά φάρμακα.
Επίπεδα Lp(α) πάνω από 100 mg/dl διπλασιάζουν τον κίνδυνο για επανεμφάνιση καρδιαγγειακού επεισοδίου», εξηγεί, ο Δρ. Ιωάννης Χουρσαλάς.
Πόσο συχνή είναι η αυξημένη Lp(α);
Η Lp(α) αποτελεί τη συχνότερη μονογονιδιακή διαταραχή λιπιδίων παγκοσμίως: πάνω από 1,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν τιμές άνω των 30 mg/dl. Παρόλα αυτά, η μέτρησή της δεν περιλαμβάνεται ακόμη στον καθιερωμένο προληπτικό έλεγχο.
Οι πρόσφατες ευρωπαϊκές οδηγίες προτείνουν τουλάχιστον μία μέτρηση στην ενήλικη ζωή. Τιμές άνω των 180 mg/dl θεωρούνται εξαιρετικά υψηλού κινδύνου – ισοδύναμες με εκείνες της ετερόζυγης οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας.
Νέες θεραπείες: Τι μπορούμε να κάνουμε αν η Lp(α) είναι αυξημένη;
«Η πρόκληση με την Lp(α) είναι ότι δεν επηρεάζεται από τη διατροφή ή την άσκηση, όπως άλλοι δείκτες. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μειώνουν τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο αλλά όχι άμεσα τα επίπεδα της Lp(α).
Οι παλιές θεραπείες, με εξαίρεση τη νιασίνη, είχαν μικρή αποτελεσματικότητα. Οι νεότερες φαρμακευτικές επιλογές δίνουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα:
- PCSK9 αναστολείς: μειώνουν την Lp(α) κατά περίπου 30%.
- Lomitapide και Mipomersen: προσφέρουν μείωση έως και 25%.
- Αφαίρεση Lp(α) με εξειδικευμένες συνεδρίες: μείωση έως και 70%.
- Pelacarsen (υπό έγκριση): RNA-βάσει θεραπεία με μείωση 72–80% ανάλογα με τη δόση.
- Olpasiran και SLN360 (si-RNA φάρμακα): νέα μόρια με πολύ υποσχόμενα αποτελέσματα.
Οι κλινικές μελέτες δείχνουν πως για να υπάρξει πραγματικό όφελος, απαιτείται μείωση της Lp(α) τουλάχιστον κατά 50–60 mg/dl. Συνδυασμένη θεραπεία με ταυτόχρονη μείωση LDL και Lp(α) προσφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα», αναφέρει ο έγκριτος Καθηγητής Καρδιολογίας.
Ποιοι πρέπει να ελέγχουν τα επίπεδα Lp(α);
Η μέτρηση της Lp(α) προτείνεται σε:
- Άνδρες άνω των 40 ετών και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
- Άτομα με αθηροσκληρωτική νόσο, ανεξαρτήτως ηλικίας.
- Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή χρόνια νεφρική νόσο.
- Άτομα με οικογενειακό ιστορικό υπερλιπιδαιμίας ή πρόωρου καρδιαγγειακού επεισοδίου.
- Παιδιά με γονείς που έχουν γνωστή γενετική δυσλιπιδαιμία.
Συμπερασματικά, η Lp(α) αποτελεί ανεξάρτητο και συχνά παραγνωρισμένο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Ο ρόλος της στην εμφάνιση εμφραγμάτων, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, στενώσεων και στένωσης της αορτικής βαλβίδας είναι πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένος.
Η μέτρησή της πρέπει να ενταχθεί στον τακτικό προληπτικό έλεγχο, καθώς η έγκαιρη διάγνωση οδηγεί σε στοχευμένη παρέμβαση, ιδιαίτερα με τις νέες φαρμακευτικές δυνατότητες που βρίσκονται ήδη στη διάθεσή μας ή αναμένονται στο άμεσο μέλλον.