Listen to this article

Από την Αθηνά Γκόρου

Οι έφηβοι που εμφανίζουν σημάδια εθισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα κινητά τηλέφωνα ή τα βιντεοπαιχνίδια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συναισθηματικών προβλημάτων και επικίνδυνων συμπεριφορών, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη.

Η έρευνα παρακολούθησε περισσότερους από 4.000 εφήβους για τέσσερα χρόνια και διαπίστωσε ότι σχεδόν ένας στους τρεις ανέφερε αυξανόμενα εθιστική χρήση κοινωνικών δικτύων ή κινητών. Εκείνοι που παρουσίασαν σταθερά αυξανόμενα σημάδια εθιστικής συμπεριφοράς είχαν περίπου διπλάσιο κίνδυνο για σοβαρές ψυχολογικές δυσκολίες μέχρι το τέλος της μελέτης.

Αν και τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν ότι η χρήση οθονών προκαλεί ψυχικά προβλήματα, αναδεικνύουν την παθολογική χρήση ως σημαντικό παράγοντα κινδύνου — κάτι στο οποίο πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή τόσο οι γονείς όσο και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας.

Η Δρ Yunyu Xiao, επίκουρη καθηγήτρια επιστημών πληθυσμιακής υγείας στην Ιατρική Σχολή Weill Cornell και κύρια συγγραφέας της μελέτης, σημείωσε:

«Μέχρι τώρα, η συζήτηση γύρω από τη χρήση κινητών και social media από παιδιά και εφήβους επικεντρωνόταν στον περιορισμό ή την απαγόρευση. Ωστόσο, τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι εμπλέκονται πολύ πιο σύνθετοι παράγοντες. Η εφαρμογή παρεμβάσεων που χρησιμοποιούνται σε άλλους τύπους εθισμών μπορεί να είναι ένας τρόπος προσέγγισης αυτής της μορφής εξάρτησης.»

Η μελέτη δημοσιεύεται εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών για την ψυχική υγεία των νέων, ενώ κυβερνήσεις προσπαθούν να ρυθμίσουν τη χρήση των smartphones και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι επιστήμονες έρχονται αντιμέτωποι με την εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση να τεκμηριώσουν τη σχέση ανάμεσα στη γρήγορα μεταβαλλόμενη, έντονα εξατομικευμένη χρήση οθονών και την ψυχική υγεία των εφήβων.

Στη συγκεκριμένη έρευνα παρακολουθήθηκαν σχεδόν 4.300 παιδιά, ηλικίας 9–10 ετών κατά την έναρξη της μελέτης. Δεν μετρήθηκε απλώς ο χρόνος μπροστά στην οθόνη, αλλά αξιολογήθηκε η «εθιστική χρήση», δηλαδή το κατά πόσο η τεχνολογία επηρέαζε αρνητικά την καθημερινότητα των παιδιών (π.χ. σχολική απόδοση, σωματική δραστηριότητα) και αν παρουσίαζαν συμπτώματα όπως έντονη επιθυμία ή άγχος όταν στερούνταν την πρόσβαση στις οθόνες. Χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές μηχανικής μάθησης για να κατηγοριοποιηθούν τα παιδιά με βάση τις τάσεις συμπεριφοράς τους.

Όσον αφορά τα κινητά τηλέφωνα, περίπου το 50% των παιδιών εμφάνιζαν υψηλό επίπεδο εθιστικής χρήσης από την αρχή, ενώ το 25% εμφάνισε αυξανόμενη εθιστική χρήση με την πάροδο του χρόνου.

Στο πεδίο των social media, το 41% παρουσίασε υψηλή ή αυξανόμενη εθιστική χρήση. Στις περιπτώσεις αυτών των αυξητικών τάσεων, ο κίνδυνος για προβληματικές συμπεριφορές ή σκέψεις ήταν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερος συγκριτικά με εκείνους που είχαν χαμηλό βαθμό εθιστικής χρήσης.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι πάνω από το 40% των παιδιών είχαν υψηλή εθιστική χρήση βιντεοπαιχνιδιών — μια ομάδα που εμφάνιζε πολύ συχνότερα σκέψεις ή συμπεριφορές που συνδέονται με ψυχική δυσφορία, καθώς και συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, επιθετικότητας ή παραβατικής συμπεριφοράς.

Αντιθέτως, ο συνολικός χρόνος μπροστά στις οθόνες δεν συνδέθηκε άμεσα με προβλήματα ψυχικής υγείας. Το καθοριστικό στοιχείο ήταν η ύπαρξη καταναγκαστικής χρήσης, συναισθηματικής επιβάρυνσης ή απώλειας ελέγχου.

Η Δρ Xiao εξήγησε:

«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που προκαλούν αυτά τα εθιστικά συναισθήματα — από τον ίδιο τον σχεδιασμό των social media και των παιχνιδιών, μέχρι το ότι κάποια παιδιά βιώνουν bullying ή άλλες δύσκολες εμπειρίες και βρίσκουν παρηγοριά στη χρήση των συσκευών. Το πρόβλημα είναι ότι μετά δυσκολεύονται να σταματήσουν.»

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA, επαναφέρει το ερώτημα του πώς πρέπει οι γονείς να διαχειρίζονται την ψηφιακή καθημερινότητα των παιδιών τους. Η Δρ Xiao υπογράμμισε:

«Δεν γνωρίζουμε αν η απλή στέρηση πρόσβασης θα βοηθήσει — εκτός κι αν πρόκειται για πλήρη στέρηση. Από άλλες μελέτες στον τομέα των εθισμών ξέρουμε ότι η μερική πρόσβαση μπορεί να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την εξάρτηση.»

Η καθηγήτρια Amy Orben, επικεφαλής της Ομάδας Ψηφιακής Ψυχικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ανέφερε πως η έρευνα δεν μπορεί να αποδείξει αιτιακή σχέση μεταξύ χρήσης τεχνολογίας και ψυχικών διαταραχών.

«Μια εναλλακτική εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι η έλλειψη αυτοελέγχου αποτελεί κοινή ρίζα τόσο για την προβληματική χρήση όσο και για τα προβλήματα ψυχικής υγείας.»

Καταλήγοντας, πρόσθεσε:

«Το πώς και γιατί οι νέοι χρησιμοποιούν την τεχνολογία, καθώς και πώς αισθάνονται ότι επηρεάζει τη ζωή τους, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σημασία από τον απλό χρόνο χρήσης. Και καθώς αυτά τα φαινόμενα δεν αφορούν μια μικρή μερίδα του πληθυσμού, η υποστήριξη προς τα παιδιά αυτά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη.»

Share.
Exit mobile version