Listen to this article

Από την Αθηνά Γκόρου

Έρευνα του LMU αποκαλύπτει πώς αναπτύσσεται το ενδιαφέρον για τους άλλους ήδη από τον δεύτερο χρόνο της ζωής

Πολύ πριν μπορέσουν να μιλήσουν ή να εκφραστούν με λόγια, τα παιδιά δείχνουν ότι μπορούν να αντιληφθούν και να ανταποκριθούν στο συναισθηματικό πόνο των άλλων. Σύμφωνα με νέα μελέτη από το Ludwig-Maximilians-Universität (LMU) του Μονάχου, τα παιδιά αρχίζουν να εκδηλώνουν συμπονετική ενσυναίσθηση περίπου στον 18ο μήνα της ζωής τους.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα παιδιά αυτής της ηλικίας αντιδρούν συναισθηματικά στην αναστάτωση ενός άλλου προσώπου μέσα από εκφράσεις προσώπου, κινήσεις ή φωνητικές αντιδράσεις – δείγματα ότι επηρεάζονται από τα αρνητικά συναισθήματα του άλλου.

Αυτό αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην αναπτυξιακή ψυχολογία. Όπως εξηγεί ο Markus Paulus, καθηγητής στο Τμήμα Αναπτυξιακής και Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του LMU, για να εκδηλώσει ένα παιδί τέτοια ενσυναίσθηση, πρέπει να έχει αναπτύξει συνείδηση του εαυτού και να μπορεί να διακρίνει τον εαυτό του από το άλλο πρόσωπο – ικανότητα που εμφανίζεται συνήθως κατά το δεύτερο έτος της ζωής, για παράδειγμα όταν το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη.

Οι ερευνητές εξηγούν ότι, παρότι ακόμη και τα βρέφη ανταποκρίνονται συναισθηματικά σε συναισθήματα όπως ο φόβος ή η θλίψη, αυτή η “συναισθηματική μετάδοση” είναι μόνο το πρώτο βήμα προς την πραγματική ενσυναισθητική φροντίδα. Όπως σημειώνει ο Paulus, για να φτάσει ένα παιδί σε αυτό το επίπεδο, χρειάζεται συναισθηματική ρύθμιση, ώστε να μην κατακλύζεται από τα συναισθήματα των άλλων, αλλά να διατηρεί την ψυχραιμία του και να προσφέρει υποστήριξη.

Η ενσυναίσθηση απαιτεί όχι μόνο συναισθηματική ανταπόκριση, αλλά και γνωστική κατανόηση της κατάστασης και της οπτικής του άλλου ανθρώπου.

Ο ρόλος των γονιών

Το πείραμα εξέτασε επίσης πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των φροντιστών – ιδιαίτερα των γονέων – στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ευαισθησία των μητέρων απέναντι στις ανάγκες του παιδιού είναι καθοριστικής σημασίας. Όσο πιο ευαίσθητα και με ενσυναίσθηση ανταποκρίνονταν οι μητέρες, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η ικανότητα των παιδιών να δείξουν ενδιαφέρον για άλλους, ακόμα και για άγνωστα πρόσωπα, στον δεύτερο χρόνο της ζωής τους.

«Ένα παιδί δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς φροντιστές που δείχνουν ενσυναισθητική φροντίδα. Μέσα από αυτούς, τα παιδιά μαθαίνουν πώς να διαχειρίζονται τα αρνητικά συναισθήματα και στη συνέχεια να εφαρμόζουν αυτές τις δεξιότητες μόνα τους», υπογραμμίζει ο Paulus.

Πώς έγινε η μελέτη

Η μελέτη διεξήχθη στο LMU από την ερευνητική ομάδα των Markus Paulus και Tamara Becher και δημοσιεύθηκε στο Journal of Applied Developmental Psychology. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν 127 μητέρες με τα βρέφη τους από την ηλικία των 6 έως 18 μηνών, πραγματοποιώντας τέσσερις διαδοχικές επισκέψεις (στους 6, 10, 14 και 18 μήνες).

Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, τα παιδιά παρατηρούσαν ένα άτομο να παθαίνει ένα μικρό “ατύχημα” και να προσποιείται ότι πονούσε. Οι αντιδράσεις τους συγκρίθηκαν με τις αντιδράσεις τους σε καταστάσεις χαράς – όπως όταν έβλεπαν κάποιον να γελά.

Τα ευρήματα δείχνουν ότι η συμπονετική ενσυναίσθηση δεν είναι έμφυτη, αλλά αναπτύσσεται μέσα από κοινωνική αλληλεπίδραση, κυρίως μέσω της σχέσης του παιδιού με τους ενήλικες που το φροντίζουν.

Γιατί έχει σημασία

Η εμφάνιση της ενσυναίσθησης αποτελεί τη βάση για κοινωνική συμπεριφορά. Όπως σημειώνει η Tamara Becher, «η συμπονετική ενσυναίσθηση μάς βοηθά να ανταποκριθούμε κατάλληλα στη δυσφορία των άλλων. Μας κινητοποιεί να φροντίσουμε τους ανθρώπους γύρω μας».

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στην έρευνα:

Markus Paulus, Tamara Becher, Natalie Christner, Marina Kammermeier, Burkhard Gniewosz, Carolina Pletti. When do children begin to care for others? The ontogenetic growth of empathic concern across the first two years of life. Cognitive Development, 2024; 70: 101439 DOI: 10.1016/j.cogdev.2024.101439

Share.
Exit mobile version