NEA

ΟΟΣΑ: Στα "κάτω" της η Υγεία στην Ελλάδα

ΟΟΣΑ: Στα

Από τη Μαρία Τσιλιμιγκάκη

 

Έχουμε υψηλό προσδόκιμο ζωής, μειωμένους θανάτους από εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια, αλλά υψηλή βρεφική θνησιμότητα, πρωτιές σε παχυσαρκία ατόμων όλων των ηλικιών, και εξαιρετικά χαμηλές κατά κεφαλή δημόσιες δαπάνες για την Υγεία.

Ο ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την Υγεία συνέλεξαν τα στοιχεία για την κατάσταση του τομέα της Υγείας σε όλες τις χώρες δικαιοδοσίας του μέχρι τον Αύγουστο του 2019 και ανακοίνωσαν σήμερα τα αποτελέσματα. Η Ελλάδα έχει λίγους λόγους να «χαίρεται» και πολλούς να «λυπάται».

Συγκεκριμένα:

Το προσδόκιμο ζωής είναι στα 81,4 έτη, λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ αλλά αυξάνεται με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Επίσης, εξακολουθούν να υπάρχουν ανισότητες όσον αφορά την υγεία ανάλογα με το φύλο καθώς και την κοινωνική θέση. Το 2016 η διαφορά όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 30 ετών μεταξύ των ατόμων με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 6 έτη για τους άνδρες και 2,4 έτη για τις γυναίκες.

Στα καρδιαγγειακά, οι θάνατοι από ισχαιμική καρδιοπάθεια και εγκεφαλικό επεισόδιο έχουν μειωθεί, όμως τα ποσοστά ορισμένων μορφών καρκίνου, του διαβήτη και, πιο πρόσφατα, της βρεφικής θνησιμότητας έχουν αυξηθεί. Μάλιστα ο δείκτης της βρεφικής θνησιμότητας κινείται με αρνητικό πρόσημο αν από το 2016 και μετά.

Στους παράγοντες που αφορούν «συμπεριφορές», δεν τα πάμε όπως συνήθως καθόλου καλά!

Το 40% των θανάτων στην Ελλάδα αποδίδεται στο κάπνισμα, (με 1 στους 4 ενήλικες να καπνίζουν ακόμα) , την παχυσαρκία, το αλκοόλ και την ανεπαρκή εκγύμναση των παιδιών να είναι τα χειρότερα της ΕΕ. Άνοδο επίσης παρουσιάζουν οι αριθμοί των ανήλικων που δηλώνουν ότι πόινουν συστηματικά αλκοόλ.

Στις δημόσιες δαπάνες για την Υγεία, το 2017 η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατά κεφαλή για υγειονομική περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ που είναι στα 2.884 ευρώ. Μάλιστα το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ της χώρας μας όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι στο 9,8%.

Πάνω από το ένα τρίτο των δαπανών υγείας προέρχεται από τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένων των άτυπων πληρωμών) και πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ και οφείλεται στις υψηλές άμεσες ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και νοσοκομειακές υπηρεσίες.

Αλλά έχουμε κι άλλα «αγκάθια»: Η Ελλάδα δεν έχει –ακόμα-  δεδομένα για βασικούς δείκτες ποιότητας της υγειονομικής περίθαλψης, όπως αποτρέψιμες νοσηλείες, καθώς και θνησιμότητα έπειτα από εισαγωγή στο νοσοκομείο για ορισμένες παθήσεις. Ενώ όπως σημειώνουν από τον ΟΟΣΑ, το κόστος αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στην πρόσβαση στην περίθαλψη, ιδίως για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα με 1 στα 10 ελληνικά νοικοκυριά να έχουν πρόβλημα στην πληρωμή  δαπανών υγείας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2017 η Ελλάδα είχε το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αυτοναναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην ΕΕ (μετά την Εσθονία)! Μη καλυπτόμενες ανάγκες αναφέρθηκαν επίσης από σχεδόν ένα στα πέντε νοικοκυριά στο φτωχότερο πεμπτημόριο εισοδήματος, αλλά μόλις από το 3 % των πλουσιότερων νοικοκυριών, γεγονός που αποκαλύπτει το μεγαλύτερο χάσμα όσον αφορά την εισοδηματική ανισότητα στην Ευρώπη.

Η κρίση είχε και άλλες επιπτώσεις στη χώρα… Η μαζική μετανάστευση των εργαζομένων στον τομέα της υγείας από την Ελλάδα, με περισσότερους από 1000 γιατρούς ετησίως να υποβάλουν αίτηση άσκησης επαγγέλματος σε άλλες χώρες της ΕΕ κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2016, έχει δημιουργήσει νέο πρόβλημα στην άλλοτε γεμάτη γιατρούς όλων των ειδικοτήτων Ελλάδα και ειδικά στο δημόσιο σύστημα υγείας.

Εξάλλου, το πάγωμα στις προσλήψεις προσωπικού, που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, ορίζει ότι μόνο ένας νέος υπάλληλος θα μπορούσε να προσληφθεί για κάθε πέντε αποχωρήσεις, και οδήγησε σε ευρύτατες ελλείψεις προσωπικού. Η πολιτική αυτή χαλάρωσε τον Φεβρουάριο του 2019 και ο σημερινός λόγος των προσλήψεων προς τις αποχωρήσεις είναι 1:1. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα ότι το μέτρο αυτό θα καταστήσει δυνατή τη σχεδιαζόμενη πρόσληψη 10.000 επαγγελματιών υγείας (4.000 ιατρών και 6.000 νοσηλευτών) εντός των επόμενων 4 ετών για την κάλυψη των ελλείψεων όχι μόνο στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας αλλά και στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, κλπ.

Αλλά με τα νέα δεδομένα, η εύρεση του αναγκαίου αριθμού γιατρών και νοσηλευτών θα αποτελέσει πρόκληση, κυρίως επειδή το δημόσιο σύστημα δεν δείχνει επαρκώς χρηματοδοτούμενο και κάποιοι εξ αυτών που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, θα δυσκολευτούν να πάρουν την απόφαση να μην φύγουν στο εξωτερικό και να εγκαταλείψουν τον ιδιωτικό τομέα για να πάνε στο δημόσιο.