ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Γιάννης Δαγρές: Η διάκριση ενός φαρμάκου σε πρωτότυπο και γενόσημο δεν είναι κλινική διάκριση αλλά εμπορική

Γιάννης Δαγρές: Η διάκριση ενός φαρμάκου σε πρωτότυπο και γενόσημο δεν είναι κλινική διάκριση αλλά εμπορική

Από το Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Κατά της επαναφοράς της συνταγογράφησης με βάση την εμπορική ονομασία είναι το μέλος του Δ.Σ. του ΠΦΣ και Ταμίας του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής κ. Γιάννης Δαγρές, ο οποίος μίλησε στο DailyPharmaNews, σχολιάζοντας την τοποθέτηση του αντιπροέδρου του ΙΣΑ Καρδιολόγου κ. Φώτη Πατσουράκου στην εφημερίδα «Καθημερινή», για την ανάγκη αναθεώρησης της υφιστάμενης, από την αρχή σχεδόν της οικονομικής κρίσης, πολιτικής συνταγογράφησης φαρμάκων με βάση τη δραστική ουσία.

Στο εν λόγω δημοσίευμα που ανήρτησε στην ιστοσελίδα του ο ΠΦΣ γίνεται αναφορά στο ότι παρά τις εδώ και περίπου μία δεκαετία απόπειρες θέσπισης κινήτρων για ασθενείς, φαρμακοποιούς και γιατρούς αλλά και τις συνεχείς μνημονιακές δεσμεύσεις για μεγαλύτερη διείσδυση των γενόσημων φαρμάκων στην ελληνική αγορά, το ποσοστό χρήσης τους από ασφαλισμένους είναι κοντά στο 28,5%, πολύ πίσω από τα ποσοστά διείσδυσης των γενοσήμων σε άλλες πιο εύρωστες οικονομικά χώρες της Ευρώπης.

Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου κ. Απόστολος Βαλτάς εξέφρασε την άποψη μιλώντας στην Καθημερινή ότι η αποτυχία των όποιων προσπαθειών έγιναν για τη διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά οφείλεται στην ανυπαρξία μιας συντονισμένης προσπάθειας από την πλευρά των κυβερνήσεων για να πεισθούν οι πολίτες ότι υπάρχουν γενόσημα ισάξια ή ακόμα και καλύτερα από τα πρωτότυπα. «Αυτό δεν μπορεί να γίνει αποσπασματικά, με ένα σποτ στην τηλεόραση, ή με μέτρα που τελικά δεν αποδίδουν. Χρειάζεται μια εθνική στρατηγική για τα γενόσημα και μια συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσης των πολιτών από όλους τους εμπλεκομένους. Πολιτεία, γιατρούς και φαρμακοποιούς» ανέφερε χαρακτηριστικά μιλώντας στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Καθημερινή» που προ ημερών είχε σχετικό δημοσίευμα με τίτλο «Γιατί οι Έλληνες “αντιστέκονται” στα γενόσημα φάρμακα.

Βεβαίως η διείσδυση στην αγορά έχει αυξηθεί, από το 18,5% που βρισκόταν στα προ κρίσης χρόνια, απέχει όμως ακόμη πολύ από τους μνημονισκούς στόχους για ένα τουλάχιστον 40% διείσδυσής τους στην ελληνική αγορά και βέβαια είναι πολύ πίσω από το 52% που είναι ο μέσος όρος διείσδυσης στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η εφημερίδα αναφέρεται στο ιστορικό της όλης προσπάθειας να αυξηθεί η διείσδυση των γενοσήμων σημειώνοντας ότι έγινε μία κακή αρχή, όπου για τους περισσότερους ταυτίστηκε η προσπάθεια οι πολίτες να στραφούν στην επιλογή των γενοσήμων με ένα ακόμη οικονομικό μέτρο που τους οδήγησε να σχηματίζουν την λανθασμένη αντίληψη ότι πρόκειται για φάρμακα δεύτερης κατηγορίας.

Ακόμη όμως και όταν αυτή η αντίληψη αμβλύνθηκε και μέσα από κάποια οικονομικά κίνητρα που δόθηκαν για τη αύξηση της χρήσης τους, οι ασθενείς –ακόμη και σήμερα- δύσκολα αλλάζουν το φάρμακο που γνωρίζουν, «πόσο μάλλον όταν ουδείς ασχολείται να τους πείσει γι’ αυτό», όπως παρατηρεί η εφημερίδα.

Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο του δημοσιεύματος έχει να κάνει με την άποψη του αντιπροέδρου του ΙΣΑ κ. Φώτη Πατσουράκου ο οποίος υποστηρίζει την άρση του μέτρου της συνατγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία καθώς όπως λέει τελικά έβαλε «τρικλοποδιά στα γενόσημα».

Και ο αντιπρόεδρος του ΙΣΑ εξηγεί αυτό το σκεπτικό με το ότι οι γιατροί δεν ξέρουν ποιο φάρμακο δίνει ο φαρμακοποιός και αναγκάζονται συχνά,  προκειμένου να μπορούν να ελέγξουν ποιο σκεύασμα τελικά θα λάβει ο ασθενής τους και να διασφαλίσουν ότι αυτό δεν θα τους δημιουργήσει προβλήματα, να επιλέγουν να συνταγογραφήσουν δραστικές ουσίες που αναγκαστικά οδηγούν σε συγκεκριμένα πρωτότυπα φάρμακα.

Μιλώντας για το ζήτημα στο DailyPharmaNews ο κ. Γιάννης Δαγρές ανέφερε ότι «και οι δύο κλάδοι, ιατροί και φαρμακοποιοί θα πρέπει να  σταθούν με ειλικρίνεια απέναντι στα γεγονότα που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Το πρώτο είναι ότι η διάκριση ενός φαρμάκου σε πρωτότυπο και γενόσημο δεν είναι κλινική διάκριση, είναι καθαρά εμπορική-επιχειρηματική. Συνεπώς μιλώντας επιστημονικά δεν αφορά ούτε τον γιατρό ούτε τον φαρμακοποιό το εάν ένα φάρμακο εμπορικά χαρακτηρίζεται ως γενόσημο ή ως πρωτότυπο. Αυτό αφορά το σύστημα υγείας. Βεβαίως σε αυτό μπαίνει ως προϋπόθεση ότι τα γενόσημα φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται είναι τουλάχιστον ισάξια με τα πρωτότυπα, είναι δηλαδή όντως σαν το πρωτότυπο, κάτι που αποτελεί ευθύνη της πολιτείας να το ελέγχει και να το περιφρουρεί και διαθέτει τα μέσα να το κάνει. Το δεύτερο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα ως χώρα, πέραν του ασφαλιστικού της συστήματος έχει και ένα ακόμη συμφέρον στο να χρησιμοποιούνται γενόσημα φάρμακα. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει 26 εργοστάσια παραγωγής φαρμάκων τα οποία σχεδόν όλα παράγουν γενόσημα φάρμακα. Αυτό πρέπει να μας ενδιαφέρει ως Έλληνες πολίτες και Έλληνες φορολογουμένους διότι η χρήση ελληνικών γενοσήμων δίνει μία υπεραξία στη χώρα μας. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι πέρα των ελάχιστων δυνατών λόγων που έχουν δοθεί από την Πολιτεία εξαιτίας των οποίων μπορεί ένας γιατρός να κλειδώσει εμπορική – διαφημιστική ρεκλάμα σε μία συνταγή φαρμάκου, όλες οι άλλες συνταγές θα πρέπει να έχουν αποκλειστικά και μόνο χρήση της δραστικής ουσίας του φαρμάκου, του διεθνούς ονόματος του φαρμάκου χωρίς καμία αναφορά σε εμπορικά σκευάσματα. Αυτό άλλωστε είναι απολύτως βέβαιο ότι θα βοηθήσει τα μέγιστα και στον μετριασμό του νοσηρού φαινομένου των ελλείψεων οι οποίες ως ένα κάποιο ποσοστό οφείλονται και μπορούν να αντιμετωπιστούν και με αλλαγή εμπορικής- διαφημιστικής ρεκλάμας φαρμάκου στην ίδια δραστική ουσία». (δείτε εδώ το άρθρο της Καθημερινής)