ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Οι φαρμακοποιοί έχουν ισχυρά επιχειρήματα για να ζητήσουν νέα νομοθετική ρύθμιση για το ιδιοκτησιακό

Οι φαρμακοποιοί έχουν ισχυρά επιχειρήματα για να ζητήσουν νέα νομοθετική ρύθμιση για το ιδιοκτησιακό

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Στη λογική μίας νέας νομοθετικής ρύθμισης για το ιδιοκτησιακό θα πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση και προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει να πιέσουν οι φαρμακοποιοί.

Αυτή είναι η άποψη που καταθέτει o νομικός και συγγραφέας κ. Πάνος Καπώνης στο DailyPharmaNews για την επόμενη μέρα μετά την απόρριψη από το Συμβούλιο της Επικρατείας των προσφυγών του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου και των Φαρμακευτικών Συλλόγων Αττικής και Θεσσαλονίκης που αφορούν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων.

Γιατί αυτό είναι το καίριο ερώτημα. Τι γίνεται από εδώ και πέρα;

Ο κ. Καπώνης θεωρεί ότι οι φαρμακοποιοί έχουν ισχυρά επιχειρήματα για να ζητήσουν νέα νομοθετική ρύθμιση για το ιδιοκτησιακό των φαρμακείων.

«Ξεκινώντας με την παραδοχή του Υφυπουργού Υγείας κ. Βασίλη Κοντοζαμάνη ότι τα φαρμακεία αποτελούν μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που περιλαμβάνεται στην παρέμβαση του με αριθμό Γ5α/ΓΠ οικ 89016 προς το ΣτΕ, θα έλεγα – κατ’ αρχήν - ότι απαιτείται νέα νομοθετική ρύθμιση για το ιδιοκτησιακό των φαρμακείων. Αυτό το βασίζω σε νομικά επιχειρήματα.

Η επίμαχη απόφαση της ολομελείας του ΣτΕ για τη “συνταγματικότητα” των ρυθμίσεων σε σχέση με τη δυνατότητα ιδρύσεως φαρμακείων ενέχει αντιφάσεις, τόσο σε σχέση με προηγούμενες αποφάσεις του[1], όσο και με την απόφαση 26/2018 του Πρ.Επ.Τμ.Ε. (σ.σ. πρόκειται για μία Επιτροπή του ΣτΕ που κρίνει τη συνταγματικότητα των Προεδρικών Διαταγμάτων) που εκδόθηκε κατά την Επεξεργασία του σχεδίου του προεδρικού διατάγματος 64/2018 “Ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού - Ίδρυση φαρμακείου”».

Συγκεκριμένα, σημειώνει ο κ. Καπώνης, το ΣτΕ απεφάνθη ότι: «Οι ρυθμίσεις του άρθρου 2 του υπό επεξεργασία σχεδίου, με τις οποίες τίθενται περιορισμοί στην επιχειρηματική ελευθερία των αιτούντων την άδεια φαρμακείου, συναρτώμενες με την τήρηση ορισμένων διαδικασιών και όρων αδειοδότησης φαρμακείου (θέσπιση κωλυμάτων απόκτησης της ιδιότητας εταίρου σε φαρμακείο, υποχρεωτικών προσόντων για την απόκτηση άδειας φαρμακείου, ανώτατου αριθμού αδειών φαρμακείου ανά φαρμακοποιό και ανά εταίρο), δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα, στο μέτρο που οι τιθέμενοι περιορισμοί είναι πρόσφοροι, αναγκαίοι και κατάλληλοι για την προστασία της δημόσιας υγείας από τη δραστηριότητα προσώπων που, χωρίς να διαθέτουν τα επαγγελματικά εχέγγυα του φαρμακοποιού, θα ηδυναντο να προτάξουν τα συγκεκριμένα, απαριθμούμενα στη διάταξη, επιχειρηματικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων των ασθενών.

Αυτό σημαίνει ότι, παρ' όλη την σαφή θέση (τότε) του ΣτΕ, την οποία δεν έλαβαν υπ' όψη τους οι συντάξαντες το Π.Δ., 64/2018 ότι εξαιρούνται οι επαγγελματίες φαρμακοποιοί (σημαντική η φράση: χωρίς να διαθέτουν τα επαγγελματικά εχέγγυα του φαρμακοποιού) από τα ασυμβίβαστα των ρυθμίσεων του άρθρου 2 φαίνεται ότι η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, διατύπωσε απόλυτη θέση ότι τα ασυμβίβαστα αφορούν όλους (και τους φαρμακοποιούς)[2] 

Ένα από τα νομικά επιχειρήματα κ. Καπώνη ‘έχει να κάνει με την αρχή της αναλογικότητας που επικαλείται η απόφαση του ΣτΕ.

Προσπαθώντας να εξηγήσει στους μη γνώστες των νομικών τι ακριβώς είναι η αρχή της αναλογικότητας ο κ. Καπώνης, αναφέρει:

«Μεταξύ των περισσοτέρων μέτρων, που η διοίκηση διαθέτει, για την πραγματοποίηση των σκοπών της, οφείλει να επιλέγει τα λιγότερο επαχθή για τον πολίτη. Πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Η σχέση αυτή υπάρχει, μόνο όταν το λαμβανόμενο μέτρο είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, συνεπάγεται τα λιγότερα μειονεκτήματα για τον πολίτη και οι επαχθείς για τον πολίτη συνέπειες από την εφαρμογή του δεν είναι προφανώς δυσανάλογες προς τα πλεονεκτήματα που αντλεί».

Υπάρχει λοιπόν ένα ζήτημα με την αρχή της αναλογικότητας στην απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με τον κ. Καπώνη. «Όσον αφορά την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, που επικαλείται η επίμαχη απόφαση δικαιολογώντας τις νομικές σκέψεις των συμβούλων, θα εκφράσω την άποψη ότι κατά κοινή αντίληψη είναι προφανές, ότι ο επιβαλλόμενος με αυτήν περιορισμός είναι απρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού, ή δεν είναι αναγκαίος, ως εκ του ότι, υπερακοντίζει το σκοπό αυτό ή βρίσκεται σε σχέση δυσαναλογίας μέσου και σκοπού, όπως αναφέρεται. Όμως, όσο πιο έντονος είναι ο εισαγόμενος με τη νομοθετική ρύθμιση περιορισμός στη σφαίρα ατομικού δικαιώματος, και ειδικότερα, προκειμένου περί της επαγγελματικής και οικονομικής ελευθερίας, τόσο περισσότερο επιβάλλεται από την αρχή της αναλογικότητας να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη  η αναγκαιότητα  ενός τέτοιου περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού. Και ερωτάται: Στην προκειμένη περίπτωση ποια είναι η αναγκαιότητα να ιδρύουν φαρμακεία και μη φαρμακοποιοί (ιδιώτες);»               

Ο κ. Καπώνης θεωρεί ότι η πολιτεία έχει τη δυνατότητα να δει το συγκεκριμένο ζήτημα και μάλιστα καταθέτει μία πολύ συγκεκριμένη πρόταση, με την επιφύλαξη βεβαίως να δει και το κείμενο της απόφασης, όταν αυτό θα είναι προσβάσιμο: «Εν πάση περιπτώσει, επιφυλάσσομαι να σχολιάσουμε την σχετική απόφαση όταν αυτή θα είναι προσβάσιμη. Ελπίζω να επιλυθεί αυτό το θέμα, στη βάση του ότι κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ έχει κάθε δικαίωμα να ρυθμίζει τα της δημόσιας υγείας στην επικράτεια του, λαμβάνοντας υπόψη του ο νομοθέτης τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (πρώην Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Η δική μου πρόταση που διατύπωσα πρόσφατα στο 5ο Πανθεσσαλικό Συνέδριο είναι η άμεση αναθεώρηση (τροποποίηση) του άρθρου 1 του Ν. 1963/1991, όπως αυτός ισχύει σήμερα και φυσικά – κατ’ ακολουθία αυτού - του ΠΔ 64/2018».   

 

[1] Νομικό περιοδικό «Συνήγορος», Τεύχος 135/2019, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2019, σελ. 64 άρθρο : Πάνος Καπώνης.  «Τo καθεστώς των ελληνικών φαρμακείων 2010-2019», https://www.nbonline.gr/journals/106/volumes/1089/issues/1703

[2] http://caponislawfirm.com