NEA

Πώς γίνεται ο εντοπισμός ενός κρούσματος SARS-CoV-2

Πώς γίνεται ο εντοπισμός ενός κρούσματος SARS-CoV-2

Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη

 

Την απάντηση στο ερώτημα ποια βιολογικά υλικά βοηθούν πιο αξιόπιστα να εντοπιστεί η μόλυνση από το νέο κορωνοϊό προσπαθούν να δώσουν οι Wang και συνεργάτες με δημοσίευσή τους στο περιοδικό Journal of American Medical Association Wang et al. (JAMA, 11Mar2020).

 

Συγκεκριμένα, 1070 δείγματα συλλεχθέντα από 205 ασθενείς με διαγνωσμένη λοίμωξη Covid-19. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς είχαν πυρετό, ξηρό βήχα και καταβολή, ενώ το 19% είχαν σοβαρή νόσο. Δείγματα υγρού από βρογχοκυψελιδικό έκλυμα είχαν τα υψηλότερα ποσοστά θετικότητας (93%) και ακολούθησαν δείγματα από τη σίελο (72%), ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα (63%), βρογχοσκόπηση με βούρτσα, φαρυγγικό επίχρισμα (32%), κόπρανα (29%) και αίμα (1%). Ο ιός ανιχνεύτηκε στα κόπρανα δύο ασθενών που δεν είχαν διάρροια. Δεν ανιχνεύτηκε ο ιός σε κανένα δείγμα ούρων.

Σε μια άλλη αναφορά περιστατικών στο περιοδικό The Lancet Infectious Diseases από τους Han et al. (12Mar2020) φάνηκε ότι τα πτύελα μετά από απόχρεμψη αποτελούσαν πιο αξιόπιστο δείγμα από τη δειγματοληψία από το στοματοφάρυγγα. Οι ερευνητές τονίζουν ότι η δειγματοληψία από πολλαπλά σημεία μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία και να μειώσει το ποσοστό των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων.
Επιπλέον, τα αποτελέσματα τονίζουν την αξία των προληπτικών μέτρων ατομικής υγιεινής για τη μείωση της αλυσίδας μετάδοσης.

Ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι πώς θα γίνεται η επιλογή των ασθενών που θα πρέπει να υποβληθούν σε έλεγχο για COVID-19. Το Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ήρε ουσιαστικά τους περιορισμούς στις σχετικές οδηγίες και από τις 4 Μαρτίου και συστήνει προς τους κλινικούς ιατρούς να χρησιμοποιούν την κλινική τους κριτική ικανότητα για να προσδιορίσουν εάν ο ασθενής έχει σημεία και συμπτώματα συμβατά με COVID-19 και εάν θα πρέπει να ελεγχθεί. Βέβαια, η απόφαση για έλεγχο θα πρέπει να βασίζεται επίσης και στα τοπικά επιδημιολογικά δεδομένα και στην κλινική εικόνα της ασθένειας. Τονίζεται ότι υψηλή προτεραιότητα για έλεγχο θα πρέπει να δοθεί σε ασθενείς με σοβαρή, ανεξήγητη νόσο του αναπνευστικού και σε όσους έχουν έρθει σε επαφή με γνωστά κρούσματα.

Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο επώασης του ιού (2-14 ημέρες), ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν αποκλείει εντελώς την πιθανότητα λοίμωξης, ειδικά για όσους έχουν έρθει σε επαφή με γνωστό κρούσμα. Επιπλέον, ένα θετικό τεστ σε ασθενείς με ήπια συμπτώματα απαιτεί την απομόνωση του ασθενούς αλλά δεν αποτελεί λόγο πανικού καθώς πολλοί ασθενείς δεν απαιτούν στενή ιατρική παρακολούθηση.

Ο Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής, Θάνος Δημόπουλος, σημειώνει ότι οι υπάρχουσες και καινοτόμες διαγνωστικές προσεγγίσεις θα πρέπει να γίνουν ευρέως διαθέσιμες, ωστόσο δεν αποτελούν υποκατάστατο άλλων μέτρων αναχαίτισης της διασποράς του ιού, όπως το πλύσιμο των χεριών, η απομόνωση των κρουσμάτων και των επαφών τους και τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα κοινωνικής απομάκρυνσης.