ΠΑΘΗΣΕΙΣ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Θετικές διαπιστώσεις για αύξηση επιβίωσης με θεραπεία πρώτης γραμμής σε ασθενείς με προχωρημένο μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα

Θετικές διαπιστώσεις για αύξηση επιβίωσης με θεραπεία πρώτης γραμμής σε ασθενείς με προχωρημένο μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα

Tο cemiplimab ως μονοθεραπεία πρώτης γραμμής αυξάνει τη συνολική επιβίωση ασθενών με προχωρημένο μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και θετική έκφραση του PD-L1 σε ποσοστό 50% ή μεγαλύτερο των καρκινικών κυττάρων όπως ανακοινώνεται στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ESMO)

 

Ειδικότερα, σε παρουσίαση στο πλαίσιο του φετινού διαδικτυακού συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ESMO), ανακοινώθηκαν θετικά αποτελέσματα από μια κύρια μελέτη για την υπό έρευνα χρήση του cemiplimab, ενός αναστολέα της πρωτεΐνης προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου-1 (PD-1), ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC).

 

Η μελέτη συνέκρινε  το cemiplimab ως μονοθεραπεία με τη διπλέτα χημειοθεραπείας με πλατίνα, σε ασθενείς με θετική έκφραση του PD-L1 στα καρκινικά κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων ασθενών με επιβεβαιωμένη έκφραση του PD-L1 σε ≥50% των καρκινικών κυττάρων. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα αποτελούν τη βάση για την κατάθεση εγκριτικών φακέλων στις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού.

 

Η έκτακτη ανακοίνωση στο πλαίσιο του συνεδρίου της ESMO διευρύνει τα σημαντικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν τον Απρίλιο. Στο συνολικό πληθυσμό της μελέτης (n=710), η διάμεση παρακολούθηση ήταν 13 μήνες τόσο για το cemiplimab (n=356· εύρος: <1-32 μήνες), όσο και για τη χημειοθεραπεία (n=354· εύρος: <1-32 μήνες).
Σε αυτούς τους ασθενείς, το cemiplimab κατέδειξε τα παρακάτω αποτελέσματα σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία:

  • Μείωση του κινδύνου θανάτου κατά 32% (λόγος κινδύνου [HR]=0,68· διάστημα εμπιστοσύνης 95% [CI]: 0,53-0,87· p=0,0022).
  • Διάμεση συνολική επιβίωση 22 μηνών (OS 95% CI: 18 μήνες έως μη αξιολογήσιμο) σε σύγκριση με 14 μήνες (95% CI: 12-19 μήνες).
  • Μείωση του κινδύνου εξέλιξης της νόσου κατά 41% (HR=0,59· 95% CI: 0,49-0,72· p<0,0001). Η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) ήταν 6,2 μήνες (95% CI: 4,5-8,3 μήνες) σε σύγκριση με 5,6 μήνες (95% CI: 4,5-6,1 μήνες).
  • Ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης 37% (ORR 95% CI: 32-42%. Το ποσοστό πλήρους ανταπόκρισης [CR] ήταν 3% και το ποσοστό μερικής ανταπόκρισης [PR] ήταν 33%) σε σύγκριση με ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης 21% (95% CI: 17-25%. Το ποσοστό CR ήταν 1% και το ποσοστό PR ήταν 20%).

Πραγματοποιήθηκε επίσης μια προκαθορισμένη ανάλυση των δεδομένων από ασθενείς με επιβεβαιωμένη έκφραση του PD-L1 σε ≥50% των καρκινικών κυττάρων (n=563). Στη συγκεκριμένη ομάδα, η διάμεση παρακολούθηση ήταν 11 μήνες τόσο για το cemiplimab (n=283· εύρος: <1-32 μήνες) όσο και για τη χημειοθεραπεία (n=280· εύρος: <1-30 μήνες) και το cemiplimab κατέδειξε τα παρακάτω αποτελέσματα σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία:

  • Μείωση του κινδύνου θανάτου κατά 43% (HR=0,57· 95% CI: 0,42-0,77· p=0,0002).
  • Δεν επιτεύχθηκε διάμεση συνολική επιβίωση (OS) (95% CI: 18 μήνες έως μη αξιολογήσιμο) σε σύγκριση με 14 μήνες (95% CI: 11-18 μήνες).
  • Μείωση του κινδύνου εξέλιξης της νόσου κατά 46% (HR=0,54· 95% CI: 0,43-0,68· p<0,0001). Η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) ήταν 8 μήνες (95% CI: 6-9 μήνες) σε σύγκριση με 6 μήνες (95% CI: 5-6 μήνες).
  • Το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) ήταν 39% (95% CI: 34-45%· το ποσοστό πλήρους ανταπόκρισης [CR] ήταν 2% και το ποσοστό μερικής ανταπόκρισης [PR] ήταν 37%) σε σύγκριση με ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης 20% (95% CI: 16-26%· το ποσοστό CR ήταν 1% και το ποσοστό PR ήταν 19%).

Επιπλέον, η μελέτη εντόπισε μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στην ανταπόκριση του όγκου και των επιπέδων έκφρασης του PD-L1 στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με cemiplimab. Το ποσοστό αντικειμενικής ανταπόκρισης (ORR) ήταν υψηλότερο (46%· εύρος: 36-56%) σε ασθενείς  με έκφραση του PD-L1 σε ≥90% των καρκινικών κυττάρων, με τα καρκινικά κύτταρα να συρρικνώνονται κατά ποσοστό μεγαλύτερο από 40% μετά από 6 μήνες θεραπείας κατά μέσο όρο (σύμφωνα με τη μέθοδο προώθησης τελευταίας παρατήρησης [last observation carried forward/LOCF). Η συγκεκριμένη συσχέτιση με τα επίπεδα έκφρασης του PD-L1 δεν παρατηρήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν χημειοθεραπεία.

 

Στον συνολικό πληθυσμό της μελέτης, η διάμεση διάρκεια έκθεσης στο cemiplimab ήταν 27 εβδομάδες (εύρος: <1-115 εβδομάδες) και 18 εβδομάδες για τη χημειοθεραπεία (εύρος: <1-87 εβδομάδες). Συνολικά, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες (AEs) στο 88% των ασθενών που έλαβαν cemiplimab και στο 94% των ασθενών που έλαβαν χημειοθεραπεία. Ανεπιθύμητες ενέργειες (AE) Βαθμού 3 ή μεγαλύτερου εμφανίστηκαν στο 37% των ασθενών που έλαβαν cemiplimab και στο 49% των ασθενών που έλαβαν χημειοθεραπεία. Ανεπιθύμητες ενέργειες (AEs) σχετιζόμενες με το ανοσοποιητικό αναφέρθηκαν στο 17% των ασθενών που έλαβαν cemiplimab και περιλάμβαναν υποθυρεοειδισμό (6%), υπερθυρεοειδισμό (4%), πνευμονίτιδα (2%), ηπατίτιδα (2%), δερματική ανεπιθύμητη ενέργεια (2%), αρθρίτιδα, αυξημένη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη αίματος, θυρεοειδίτιδα, κολίτιδα, νεφρίτιδα και περιφερική νευροπάθεια (καθεμία 1%). Διακοπή της θεραπείας λόγω μιας ανεπιθύμητες ενέργειας παρατηρήθηκε στο 6% των ασθενών που έλαβαν cemiplimab και στο 4% των ασθενών που έλαβαν χημειοθεραπεία. Δεν παρατηρήθηκαν νέα δεδομένα σχετικά με την ασφάλεια του cemiplimab.

 

Το cemiplimab αναπτύσσεται από κοινού από τη Regeneron και τη Sanofi στο πλαίσιο μιας συμφωνίας παγκόσμιας συνεργασίας. Η χρήση του cemiplimab για τη θεραπευτική αντιμετώπιση του προχωρημένου μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (NSCLC) είναι υπό έρευνα και δεν έχει αξιολογηθεί πλήρως από καμία ρυθμιστική αρχή.