NEA

Γ. Τσιακαλάκης: Σημαντικά κενά στην ενημέρωση των πολιτών για να προαχθεί το αίσθημα ασφάλειας απέναντι στον εμβολιασμό

Γ. Τσιακαλάκης: Σημαντικά κενά στην ενημέρωση των πολιτών για να προαχθεί το αίσθημα ασφάλειας απέναντι στον εμβολιασμό

Ένωση Ασθενών Ελλάδος: Οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί να λαμβάνουν υποχρεωτική άδεια άνευ αποδοχών

 

Της Τάνιας Η. Μαντουβάλου

Για σημαντικά κενά στην ενημέρωση των πολιτών, προκειμένου να καμφθεί η επιφυλακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό, μεγάλης μερίδας του κόσμου, και δη ευπαθών ατόμων, κάνει λόγο ο Διευθυντής της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, Υπ. Διδάκτορας Πολιτικής Υγείας, κ. Γιώργος Τσιακαλάκης. Μάλιστα  αναφέρει  ότι η  Ένωση  έχει ήδη προτείνει, οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί, να λαμβάνουν υποχρεωτική άδεια άνευ αποδοχών.

Ο κ. Τσιακαλάκης τονίζει ότι «η συλλογική ανοσία των ηλικιωμένων συνιστά το στοίχημα που οφείλουμε να κερδίσουμε τις επόμενες εβδομάδες», ενώ χαρακτηρίζει πρόκληση τον εμβολιασμό των κατάκοιτων ατόμων που αναμένεται να ξεκινήσει στα μέσα Μαΐου με το μονοδοσικό εμβόλιο της J&JΗ.

Αναφέρει  ακόμη ότι η  Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα πιο χαμηλά ποσοστά θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκων στην ΕΕ.

 

Η Ένωση Ασθενών Ελλάδας έχει συμμετάσχει δυναμικά όλο αυτό το διάστημα στην εθνική μάχη έναντι της πανδημίας COVID-19. Πώς κρίνετε την πορεία του εμβολιασμού στη χώρα μας;

Στα θετικά σημεία οφείλουμε να αναδείξουμε ότι πράγματι ο κρατικός μηχανισμός λειτουργεί αποτελεσματικά ως προς τη διενέργεια του εμβολιασμού και η κοινωνία αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητά του. Ωστόσο θα πρέπει να επιταχύνουμε το βηματισμό μας μέσα στις επόμενες εβδομάδες και καθώς αίρονται σταδιακά τα περιοριστικά μέτρα.

Oι τριαντάρηδες πάντως «δείχνουν το δρόμο»

Μέχρι τις 4 Μαΐου, στη χώρα μας είχε εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση το 23,6% του πληθυσμού και με τις δύο δόσεις, 1 στους 10 πολίτες. Τα αντίστοιχα ποσοστά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 28,1% και 10,5%. Η πρώιμη επέκταση της δυνατότητας εμβολιασμού σε νεότερες ηλικίες και η ανταπόκρισή τους αποτελούν μία ενθαρρυντική ένδειξη, ωστόσο δεν έχουμε κερδίσει ακόμη τη μάχη με τις πλέον ευπαθείς ομάδες. Στις ηλικίες άνω των 70 ετών στην Ελλάδα, μόνο το 63% έχει εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση και στους πολίτες 60 έως 69 ετών, μόνο το 45%. Πρόκειται για τις πληθυσμιακές ομάδες με το μεγαλύτερο φορτίο της νόσου. Σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Ισλανδία, η Ιταλία, η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Ισπανία, τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνω των 80 ετών, ξεπερνούν το 85% και σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζουν το 100%. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από τα πιο χαμηλά ποσοστά θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο αν εμβαθύνει κανείς προσεκτικά στα δεδομένα, διαπιστώνει ότι οι χώρες με υψηλό ποσοστό εμβολιασμού άνω του 80% στις ηλικίες άνω των 80 ετών, έχουν επιτύχει τις τελευταίες εβδομάδες να αναχαιτίσουν τον αριθμό των ημερήσιων θανάτων. Αντίθετα, στη χώρα μας η καμπύλη συνεχίζει να καταγράφει αυξητική τροχιά. Επομένως, η συλλογική ανοσία των ηλικιωμένων ατόμων συνιστά το στοίχημα που οφείλουμε να κερδίσουμε τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες και για την επίτευξή του, απαιτείται συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση και συνεργασία μεταξύ της πολιτείας, της επιστημονικής κοινότητας και της κοινωνίας των πολιτών.

 

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα χαρακτηριστικά αυτής της εθνικής στρατηγικής για την ταχεία επίτευξη της συλλογικής ανοσίας, ιδιαίτερα στις πλέον ευπαθείς ομάδες;

Το πρώτο σχετίζεται με την υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών. Η επιστήμη δεν είναι κάτι μονολιθικό, είναι μία διαρκής διαδικασία αμφισβήτησης και επαλήθευσης. Στον τομέα της δημόσιας υγείας, η μεγάλη πρόκληση έγκειται στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης με τρόπο κατανοητό για κάθε πολίτη, ώστε να πειστεί να γίνει ενεργητικός κοινωνός της. Στην προκειμένη περίπτωση να λάβει το εμβόλιο για την COVID-19. Αναλογιστείτε ότι σε πανελλαδική έρευνα της Ένωσης Ασθενών Ελλάδα το φθινόπωρο του 2020, το 40% των χρόνιων ασθενών που συμμετείχαν, δήλωναν ότι δεν θα έκαναν το εμβόλιο όταν αυτό θα ήταν διαθέσιμο. Αυτή ήταν η αφετηρία επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας από την οποίο ξεκινήσαμε αυτή την εθνική προσπάθεια. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που έπρεπε να αντιστρέψουμε και σε κάποιο βαθμό το πετύχαμε, χωρίς όμως μία συντεταγμένη στρατηγική, που θα προέβλεπε τη συστηματική συνεργασία του κράτους, της επιστημονικής κοινότητας, του υγειονομικού συστήματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης και φορέων όπως η Ένωση Ασθενών Ελλάδας. Μία στρατηγική που θα μπορούσε να απαντήσει στις προκλήσεις της παραπληροφόρησης, της έγκαιρης και απρόσκοπτης πρόσβασης στον εμβολιασμό, αλλά και της εξατομικευμένης ενημέρωσης των πολιτών σε ερωτήματα που τους απασχολούν, ώστε να προάγουμε το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης ως προς τον εμβολιασμό. Ιδιαίτερα στον τελευταίο πυλώνα ο κρατικός μηχανισμός υπήρξε εκκωφαντικά απών.

 

Ποιες είναι οι ενδεδειγμένες πρωτοβουλίες που όφειλε να αναλάβει η Πολιτεία ως προς την ενημέρωση των πολιτών για τον εμβολιασμό COVID-19 κατά τη γνώμη σας;

Ήδη από το φθινόπωρο του 2020, είχαμε προτείνει τη λειτουργία μίας εθνικής γραμμής αντίστοιχης με εκείνη του Ε.Ο.Δ.Υ., όπου οι πολίτες θα μπορούν να καλούν για να υποβάλουν τα ερωτήματα,  σχετικά με το εμβόλιο,  αλλά και με τη διαδικασία διενέργειάς του. Η πρόταση αυτή ήταν αποτέλεσμα της εμπειρίας που ζήσαμε τον τελευταίο χρόνο στην Ένωση Ασθενών Ελλάδας με τη λειτουργία της Γραμμής Υποστήριξης Χρόνιων Ασθενών 11132-ΜΑΖΙ, που έχει καταγράψει περισσότερες από 12.000 κλήσεις. Ιδίως τους τελευταίους μήνες, η συντριπτική πλειονότητα τους, αφορά σε ερωτήσεις γύρω από το εμβόλιο, την ασφάλειά του, την προτεραιοποίηση, την υποβολή ένστασης και άλλες δυσλειτουργίες κατά την εφαρμογή των μέτρων της Πολιτείας. Ωστόσο σε πολλά από αυτά τα ερωτήματα δεν είμαστε αρμόδιοι για να απαντήσουμε, παρά τη συστηματική ενημέρωση και συνεργασία μας με την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών. Το κενό αυτό όφειλε να καλύψει η ίδια η Πολιτεία, ασφαλώς με την αμέριστη υποστήριξή μας, όπου κρινόταν σκόπιμη. Ο εμβολιασμένος πολίτης είναι πρώτα ο ενημερωμένος πολίτης και η συνθήκη αυτή δεν καλύπτεται μόνο με τις σχετικές ανακοινώσεις στα μέσα ενημέρωσης.

 

Επομένως, βρισκόμαστε τελικά κοντά στην έξοδο από την πρωτόγνωρη αυτή υγειονομική κρίση ή  θεωρείτε ότι έχουμε ακόμα  προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε;

Εφόσον επιταχύνουμε και διευρύνουμε την εμβολιαστική κάλυψη μέσα στις επόμενες εβδομάδες και ασφαλώς συνεχίσουμε να τηρούμε τα μέτρα δημόσιας υγείας, αντιπαρερχόμενοι την κόπωση που λογικά έχει επέλθει, η έξοδος είναι πράγματι κοντά. Θα σημείωνα όμως δύο προκλήσεις στις οποίες ακόμη δεν έχουμε απαντήσει. Η πρώτη σχετίζεται με μία από τις πλέον ευπαθείς ομάδες συμπολιτών μας, τα άτομα που είναι κατάκοιτα. Η κυβέρνηση εξήγγειλε ήδη τον κατ΄οίκον εμβολιασμό τους με το μονοδοσικό εμβόλιο της Johnson & Johnson από τα μέσα Μαΐου. Πρόκειται για ένα αναγκαίο μέτρο που πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα και θα παρακολουθούμε στενά την πορεία υλοποίησής του. Η δεύτερη πτυχή έχει να κάνει με τον εμβολιασμό των εργαζομένων στο Ε.Σ.Υ., καθώς μόλις το 67% των επαγγελματιών υγείας έχει εμβολιαστεί. Πρόκειται για μία εξαιρετικά αποκαρδιωτική εικόνα, η οποία απαιτεί πιο δυναμική απόκριση σε επίπεδο ευαισθητοποίησης, αλλά πλέον και σε επίπεδο δραστικότερων μέτρων. Η Ένωση Ασθενών Ελλάδας έχει ήδη προτείνει για τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους του υγειονομικού συστήματος να λαμβάνουν υποχρεωτική άδεια άνευ αποδοχών.

 

Ωστόσο, οι χρόνιοι ασθενείς πέρα από την απειλή της πανδημίας αντιμετωπίζουν και τις παράλληλες προκλήσεις για τη διαχείριση της υγείας τους και όλοι μιλούν για παράπλευρες απώλειες της επόμενης μέρας.

Η διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων και η πρόσβαση στον προσυμπτωματικό έλεγχο συνιστούν την εξέχουσα πρόκληση για την επόμενη ημέρα της πανδημίας. Η πρόσφατη μελέτη της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας ανέδειξε ότι πάνω από το 40% των χρόνιων ασθενών αντιμετώπισαν προβλήματα κατά την πρόσβασή τους στο υγειονομικό σύστημα, όπως αναβολή χειρουργείων και θεραπειών, ακύρωση ιατρικών επισκέψεων ή δύσκολη επικοινωνία με τον γιατρό. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τις τάσεις που έχουν ήδη καταγραφεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το φορτίο της πανδημίας δεν περιορίζεται στους ασθενείς της νόσου COVID-19, αλλά επεκτείνεται στην ανεπαρκή διαχείριση των χρόνιων παθήσεων, ως αποτέλεσμα της ασφυκτικής πίεσης που γνωρίζει το σύστημα υγείας. Η ακριβής έκταση των συνεπειών δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί, ωστόσο ο σχεδιασμός μας θα έπρεπε ήδη να είναι προσανατολισμένος στην επούλωσή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε στην Ένωση Ασθενών Ελλάδας σε συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα και τους κοινωνικούς εταίρους μας.