ΥΓΕΙΑ & ΕΥΕΞΙΑ

Είναι ακριβείς οι εκτιμήσεις παγκόσμιας μελέτης για τα περιστατικά του λεμφώματος Hodgkin στην Ελλάδα; Απαντήσεις δίνει ο καθηγητής Ιατρικής, πρύτανης ΕΚΠΑ, Θ. Δημόπουλος

Είναι ακριβείς οι εκτιμήσεις παγκόσμιας μελέτης για τα περιστατικά του λεμφώματος Hodgkin στην Ελλάδα; Απαντήσεις δίνει ο καθηγητής Ιατρικής, πρύτανης ΕΚΠΑ,  Θ. Δημόπουλος

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό ογκολογίας "JAMA Oncology" παγκόσμια μελέτη-πανόραμα του καρκίνου, που καλύπτει 195 χώρες κατά την περίοδο 1990-2016.

Η  Ελλάδα εμφανίζεται με τα περισσότερα νέα περιστατικά παγκοσμίως του λεμφώματος Hodgkin, 5,3 ανά 100.000 ανθρώπους το 2016, ενώ ο μέσος όρος διεθνώς είναι 1 ανά 100.000

Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε στον Θάνο Δημόπουλο, καθηγητή Θεραπευτικής Αιματολογίας-Ογκολογίας, πρύτανη του ΕΚΠΑ, να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έρευνας.

 «Τα συγκεκριμένα δεδομένα επίπτωσης του λεμφώματος Hodgkin στην Ελλάδα θα πρέπει να ερμηνευθούν με επιφύλαξη» αναφέρει ο κ. Δημόπουλος, σημειώνοντας μάλιστα ότι έκθεση του  2012 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αναφέρει ότι η επίπτωση της νόσου Hodgkin στην Ελλάδα είναι περίπου 2,2 περιπτώσεις ανά 100.000.

Είναι ακριβείς οι εκτιμήσεις;

 «Τα πρόσφατα δημοσιευθέντα δεδομένα αφορούν μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Oncology, ένα περιοδικό υψηλής απήχησης, η οποία είχε στόχο να αποτυπώσει το «φορτίο» 29 νεοπλασματικών νοσημάτων, τις διαχρονικές μεταβολές τους σε 195 χώρες ή μεγάλες επαρχίες και τυχόν συσχετίσεις με οικονομικά και άλλα μεγέθη. Σύμφωνα με δεδομένα στα οποία παραπέμπει η δημοσίευση και μπορούν να προσπελασθούν στη διεύθυνση, http://ghdx.healthdata.org/record/global-burden-disease-study-2016-gbd-2016-cancer-incidence-mortality-years-life-lost-years, η ετήσια επίπτωση του λεμφώματος Hodgkin στην Ελλάδα εκτιμάται για το 2006 και το 2016 σε 5.38 και 5.31 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού. Αυτή η εκτίμηση είναι υπερπενταπλάσια της παγκόσμιας επίπτωσης που ανέρχεται σε 1.06 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού.

Εν πρώτοις, αν και τυπικά ακριβής, η σύγκριση αυτή είναι παραπλανητική, διότι η επίπτωση της νόσου στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι περίπου 3 και 3,8 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού αντίστοιχα, ενώ φαίνεται να είναι πολύ μικρότερη στις αναπτυσσόμενες χώρες και τον 3ο κόσμο, που δεν είναι συγκρίσιμες με τη χώρα μας.

Από την άλλη πλευρά, η δημοσιευμένη μελέτη είχε ως στόχο να παράσχει γενικές εκτιμήσεις που να είναι χρήσιμες για τον στρατηγικό σχεδιασμό του τομέα της Υγείας. Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν μπορεί να είναι εκτεταμένα για ορισμένες χώρες/περιοχές και εξαιρετικά περιορισμένα για άλλες. Δυστυχώς, δεν έχουμε άποψη για τα πρωτογενή δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν, προκειμένου να προσδιορισθεί η επίπτωση του λεμφώματος Hodgkin στη χώρα μας. Έτσι, ενώ το γενικό συμπέρασμα της όλης δημοσίευσης είναι πολύ ισχυρό, τα επιμέρους ευρήματα, ιδίως για μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, λίγο το επηρεάζουν και ενδεχομένως να υπόκεινται σε σημαντικούς περιορισμούς ως προς την ερμηνεία τους. Η επιχειρηματολογία αυτή ενισχύεται από τα δεδομένα άλλων μελετών, όπως του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, όπου έκθεση του 2012 αναφέρει ότι η επίπτωση της νόσου Hodgkin στην Ελλάδα είναι περίπου 2,2 περιπτώσεις ανά 100.000, υποδιπλάσια αυτής που αναφέρεται στη δημοσίευση του Jama Oncology, (http://globocan.iarc.fr/Pages/fact_sheets_population.aspx).

Κατά συνέπεια, τα συγκεκριμένα δεδομένα επίπτωσης του λεμφώματος Hodgkin στην Ελλάδα θα πρέπει να ερμηνευθούν με επιφύλαξη και σε καμία περίπτωση να μην αποτελέσουν αιτία πρόκλησης πανικού στην κοινή γνώμη. Επιπλέον, υπάρχουν λεπτομέρειες που καθιστούν τη βαθύτερη επιστημονική αξιολόγηση της ακρίβειας του ευρήματος επιβεβλημένη.

Δεδομένου ότι τα αίτια της νόσου είναι εν πολλοίς άγνωστα, το ερώτημα της αιτίας αυτής της «πρωτιάς» δεν μπορεί να απαντηθεί. Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω, πρώτα θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι όντως οι εκτιμήσεις είναι απολύτως ακριβείς».

Σύμφωνα με την μελέτη, παρόλο που υπάρχουν αναλογικά τα περισσότερα νέα περιστατικά στην Ελλάδα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους θανάτους από λέμφωμα Hodgkin.

«Αυτό που πρέπει να αξιολογηθεί είναι η αναλογία μεταξύ θνητότητος και επίπτωσης, βάσει της οποίας η Ελλάδα σαφώς και δεν κατατάσσεται πρώτη. Και στην περίπτωση όμως αυτή, η ακρίβεια της εκτίμησης της επίπτωσης έχει κεφαλαιώδη σημασία» τονίζει ο κ. Δημόπουλος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

«Επιπλέον», προσθέτει, «θα πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα επιβίωσης από Ελληνικά Κέντρα σε έγκριτα περιοδικά, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με τα αναμενόμενα στο Δυτικό κόσμο».

Λέμφωμα Hodgkin: Τα αίτια της νόσου είναι εν πολλοίς άγνωστα

Ο κ. Δημόπουλος εξηγεί τι είναι το λέμφωμα Hodgkin και πως εκδηλώνεται.

«Τα λεμφώματα είναι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται σε 2 κατηγορίες: Το λέμφωμα Hodgkin και τα μη-Hodgkin λεμφώματα, που είναι και πολύ συχνότερα. Το λέμφωμα Hodgkin τυπικά προσβάλλει τους λεμφαδένες και σπανιότερα εξωλεμφαδενικές περιοχές. Εκδηλώνεται με διόγκωση λεμφαδένων, συνηθέστερα των τραχηλικών, που μπορεί να συνοδεύεται ή όχι από παρατεινόμενο εμπύρετο, νυκτερινές εφιδρώσεις, απώλεια βάρους ή κνησμό.

Τα αίτια της νόσου είναι εν πολλοίς άγνωστα. Οι ασθενείς που πάσχουν από HIV λοίμωξη διατρέχουν πολλαπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης λεμφώματος Hodgkin, όπως και ασθενείς με άλλου τύπου ανοσοκαταστολή, πλην όμως αυτές οι ομάδες αποτελούν μια μικρή μειοψηφία του συνόλου των περιπτώσεων. Ο ιός Epstein-Barr ανευρίσκεται στο 20-30% των περιπτώσεων. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι παρόμοιο με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, ενώ είναι πολύ μεγαλύτερο στον αναπτυσσόμενο κόσμο».

Ίαση στο 75-80%

«Στο λέμφωμα Hodgkin επιτυγχάνεται ίαση στο 75-80% των ασθενών με την τρέχουσα θεραπεία 1ης γραμμής, ενώ στο 20-25% των ασθενών εμφανίζεται υποτροπή, δηλ. η νόσος επανέρχεται αμέσως ή και χρόνια μετά την αρχική αντιμετώπιση. Οι μισοί από αυτούς τους ασθενείς ιώνται με αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Δυστυχώς παραμένει ένα ποσοστό 10-15% του συνόλου των ασθενών που δεν ιάται με τις παραπάνω στρατηγικές», αναφέρει ο κ. Δημόπουλος.

Και προσθέτει: «Η πολύ δύσκολη αυτή ομάδα ασθενών αντιμετωπίζεται πλέον με ανοσοθεραπεία. Τόσο το Brentuximab Vedotin, όσο και οι αναστολείς PD-1 Nivolumab και Pembrolizumab οδηγούν σε κλινικές ανταποκρίσεις στο 60-70% των ασθενών. Ειδικά μάλιστα με τους αναστολείς PD-1, ο ρυθμός εξέλιξης της νόσου επιβραδύνεται ακόμη και σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται».

ΑΠΕ-ΜΠΕ/Εφη Φουσέκη