ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Γιάννης Τούντας: Ξεχάσαμε ως χώρα την πρωτογενή πρόληψη και την προαγωγή υγείας.

Γιάννης Τούντας: Ξεχάσαμε ως χώρα την πρωτογενή πρόληψη και την προαγωγή υγείας.

Σε μία περίοδο που γίνεται μεγάλη συζήτηση για το ρόλο που θα πρέπει και μπορεί να έχει ο φαρμακοποιός στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στη χώρα μας, οι δημόσιες τοποθετήσεις κάποιων ανθρώπων με μεγάλη διαδρομή στη μελέτη των συστημάτων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και με διεθνή αναγνώριση του έργου τους έχει πάντα μεγάλη σημασία.

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο κ. Γιάννης Τούντας. Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο κ. Τούντας έχει σπουδάσει Βιολογία και Δημόσια Υγεία στο Πανεπιστήμιο Harvard, καθώς και Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και εκδότης του περιοδικού «Νέα Υγεία». Έχει διατελέσει Πρόεδρος του Α΄ΠΕΣΥΠ Αττικής (2003-4), Πρόεδρος του Δ.Σ. της Διεθνούς Ένωσης Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας (2008-10), Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προαγωγής και Αγωγής Υγείας (1987-2010) και Πρόεδρος του ΕΟΦ (2010-13) ενώ έχει και μία πλούσια συγγραφική και ερευνητική δραστηριότητα καθώς είναι συγγραφέας 10 βιβλίων και έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 200 επιστημονικές εργασίες.

Όλα αυτά δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στα όσα ανέφερε ο κ. Τούντας για το ρόλο που μπορεί να έχει ο φαρμακοποιός στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, μιλώντας κατά τη διάρκεια των εργασιών της 2ης Ημερίδας «Αύριο, ένα νέο επάγγελμα» που πραγματοποίησε πρόσφατα ο Πειραϊκός Φαρμακευτικός Συνεταιρισμός (ΠΕΙ.ΦΑ.ΣΥΝ.) σε τραπέζι, όπου και παρουσιάστηκαν κάποια από τα βασικά αποτελέσματα του προγράμματος «Αρεταίος» για το σακχαρώδη διαβήτη (διαβάστε εδώ & εδώ τα σχετικά άρθρα).

Ο κ. Τούντας παίρνοντας το λόγο μετά από την εισήγηση για το πρόγραμμα «Αρεταίος» του προέδρου της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδος κ. Σταύρου Μπελώνη, ως συντονιστή του τραπεζιού, έκανε μία αναφορά στη διαδρομή που υπήρξε από τα 1960 μέχρι σήμερα από την αναγνώριση της αξίας της πρόληψης στην υγεία, στη στροφή προς την ΠΦΥ και στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πρωτογενή πρόληψη και στην προαγωγή της υγείας για να καταλήξει στη διατύπωση της θέσης του για το ρόλο του φαρμακοποιού και του φαρμακείου στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

Από την κρίση της σύγχρονης ιατρικής στην ΠΦΥ

Όπως ανέφερε «η μεγάλη ώθηση που δόθηκε στην πρόληψη διεθνώς ήταν απόρροια αυτού που ονομάστηκε κρίση της σύγχρονης ιατρικής στη δεκαετία του 1960 και του 1970, όταν διαπιστώθηκε ότι παρά το γεγονός ότι ξοδεύαμε ολοένα και περισσότερα χρήματα στην τότε σύγχρονη ιατρική, τα θεραπευτικά αποτελέσματα ήταν μειούμενης αποτελεσματικότητας, άρα μειούμενης αποδοτικότητας. Αυτό δημιούργησε αυτό που ονομάστηκε τότε «κρίση της σύγχρονης ιατρικής» και μέσα από αυτήν την κρίση και τις ρωγμές που δημιούργησε η κρίση τότε, ξεπήδησε ένας σύγχρονος προβληματισμός για τον πως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτήν την περιορισμένη και μειούμενη αποδοτικότητα της τότε ιατρικής που ήταν μία ιατρική κυρίως βασισμένη στο νοσοκομείο και στην τεχνολογία. Έτσι αποφασίστηκε διεθνώς ότι θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στην πρόληψη διότι πολλά από τα σύγχρονα νοσήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό προλήψιμα. Αυτό ήταν το ένα καινούργιο στοιχείο που τέθηκε στον προβληματισμό μας. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι αυτό για να γίνει σωστά, πρέπει να γίνει σ’ ένα καινούργιο σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Και έτσι βγήκε ο ΠΟΥ και διακήρυξε τη δεκαετία του 1970 την ανάγκη της νέας στροφής προς την ΠΦΥ. Όμως με τον όρο ΠΦΥ δεν εννοούμε, όπως πολλοί κακώς θεωρούν, ότι έχουμε να κάνουμε μόνο με τις εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες. Η ΠΦΥ είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική με μία δικιά της φιλοσοφία, με δικούς της στόχους, με δικές της αρχές που στηρίζεται σε μία σειρά από καινοτόμες προσεγγίσεις στα θέματα της υγείας, όπως είναι η ομαδική δουλειά, όπως είναι η συνέχεια στην παρακολούθηση του πληθυσμού, όπως είναι η διεπαγγελματική συνεργασία και όπως είναι η επικέντρωση στην πρόληψη».

Η συνειδητοποίηση της σημασίας της πρωτογενούς πρόληψης και της προαγωγής υγείας

Και συνέχισε ο κ. Τούντας: «Μέσα από την εμπειρία που άρχισε διεθνώς να συσσωρεύεται, στη συνέχεια και κυρίως στη δεκαετία του 1980, είδαμε ότι αυτή η προτεραιότητα που θέλαμε να δώσουμε στην πρόληψη δεν είχε τα αποτελέσματα που θα θέλαμε να δούμε γιατί παρέμενε σ’ έναν μεγάλο βαθμό ιατροκεντρική και περιορισμένη μέσα στο χώρο των ιατρικών υπηρεσιών είτε λέγονταν κέντρα υγείας είτε λέγονταν οικογενειακοί ιατροί, πάνω στα οποία ο ΠΟΥ στήριξε κατά κύριο λόγο το κίνημα της ΠΦΥ. Γιατί ήταν περιορισμένη η αποτελεσματικότητα; Γιατί σε εκείνη την περίοδο συνειδητοποιήσαμε ότι στα θέματα της υγείας και κυρίως στις σύγχρονες νοσηρότητες, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό και φυσικό περιβάλλον και ο τρόπος συμπεριφοράς και ο καθημερινός τρόπος ζωής μας. Ότι αυτοί είναι πάρα πολύ σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν την υγεία μας. Και επομένως εάν θέλουμε να έχουμε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στην υγεία, την προστασία και την πρόληψη  δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε μόνο στην ιατροκεντρική πρόληψη της αρρώστιας. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να παρεμβαίνουμε και σε αυτούς τους ευρύτερους παράγοντες που καθορίζουν την υγεία μας. Αυτή ήταν μία πάρα πολύ σημαντική διαπίστωση. Και η άλλη πολύ σημαντική διαπίστωση ήταν ότι στο κομμάτι της πρόληψης η πρωτογενής πρόληψη είναι πολύ πιο σημαντική από τη δευτερογενή πρόληψη, από τον προσυμπτωματικό έλεγχο. Εάν περιοριζόμαστε μόνο στο κομμάτι της δευτερογενούς πρόληψης και δεν αντιμετωπίζουμε τους παθογόνους παράγοντες που προκαλούν τη σύγχρονη νοσηρότητα, αυτή τη νοσηρότητα μπορεί να την προλάβουμε σε κάποιους τομείς μέσα από προσυμπτωματικές εξετάσεις αλλά θα εκδηλωθεί σε κάποιους άλλους τομείς. Επίσης ξαναθυμηθήκαμε ότι ο ορισμός της υγείας δεν είναι μόνο η αποφυγή της αρρώστιας και η απουσία της αρρώστιας. Είναι η παρουσία της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας. Η ευεξία είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της υγείας η παρέμβαση στο κομμάτι της ευεξίας και αυτό δεν μπορεί να το κάνει αυτή η ιατρογενής πρόληψη που μέχρι πρότινος ξέραμε. Έτσι λοιπόν ήρθε ο ΠΟΥ και είπε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ότι πρέπει να ασκήσουμε μία νέα, σύγχρονη πολιτική στα θέματα αυτά, την πολιτική της προαγωγής της υγείας και να εντάξουμε την πρόληψη μέσα σε αυτή τη νέα στρατηγική που αυτή η νέα στρατηγική δεν θα περιορίζεται μόνο στην πρόληψη και την καταπολέμηση της αρρώστιας αλλά και στην ενίσχυση της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας. Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να έχουμε μία συνεργασία, μία συμμαχία ευρύτερων επιστημονικών δυνάμεων, να έχουμε πια τον ασθενή ή τον πολίτη ως ενεργό συντελεστή αυτής της προσπάθειας και όχι ως παθητικό αποδέκτη ιατρικών θεσφάτων και να ανοίξουμε διαδικασίες παρέμβασης και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο εκεί όπου ζει, εργάζεται και εκπαιδεύεται ο πληθυσμός μας, δηλαδή μέσα στην κοινότητα. Αυτή είναι η νέα, σύγχρονη αντίληψη. Και με βάση αυτήν την αντίληψη όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος πορεύτηκε τη δεκαετία του 1990 και σε όλο τον μέχρι σήμερα 21ο αιώνα».

Τα ελληνικά λάθη

Ο κ. Τούντας στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πως η Ελλάδα έφτασε να υποχωρεί αρκετά στον πίνακα με τις χώρες με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής των κατοίκων τους. Μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Εμείς κάναμε πολλά λάθη. Καταρχήν ποτέ δεν οργανώσαμε την ΠΦΥ αλλά αφήσαμε αυτό το κομμάτι να μαραζώσει, όπως μαράζωσαν τα Κέντρα Υγείας στη χώρα μας. Την πρόληψη την ταυτίσαμε κυρίως με την δευτερογενή πρόληψη ξεχνώντας την πρωτογενή πρόληψη και τη νέα στρατηγική, τη νέα φιλοσοφία της προαγωγής υγείας πολύ λίγο την ξέρουμε, ελάχιστα τη διδάσκουμε στα πανεπιστήμιά μας και πολύ λίγο είμαστε προσανατολισμένοι προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτά είναι προβλήματα πολύ σημαντικά. Εξαιτίας αυτών των προβλημάτων είχαμε τη δυσάρεστη εμπειρία να δούμε τη χώρα μας ενώ το 1990 ήμασταν πολύ ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη (δεύτεροι ή τρίτοι) όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής βρεθήκαμε τα τελευταία χρόνια να έχουμε υποχωρήσει στη 15η θέση. Δεν χάσαμε χρόνια ζωής. Τα βελτιώσαμε λίγο. Αλλά οι άλλες χώρες τα βελτίωσαν πολύ περισσότερο από εμάς γιατί προσαρμόστηκαν σε αυτές τις νέες κατευθύνσεις ενώ εμείς κινηθήκαμε σε αντίθετη κατεύθυνση».

Το μικρό φαρμακείο είναι πλεονέκτημα αν και μερικοί το θεωρούν μειονέκτημα

Φτάνοντας ο κ. Τούντας στο να διατυπώσει, ύστερα από όλα τα παραπάνω, την άποψή του για το ρόλο των φαρμακοποιών στο σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της χώρας ενώ ξεκαθάρισε ότι «οι φαρμακοποιοί μπορούν να συμβάλλουν στο να καλυφθεί αυτό το κενό που υπάρχει στη χώρα μας» έθεσε ένα ζήτημα προς προβληματισμό που έχει να κάνει με το εάν και πόσο και με ποιο τρόπο θα πρέπει η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών που έχουν μεγάλα φαρμακεία με πολύ και εξειδικευμένο προσωπικό για την παροχή των υπηρεσιών προς τους πολίτες. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Οι φαρμακοποιοί έχουν δύο πολύ μεγάλα πλεονεκτήματα. Το ένα είναι ότι σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε μεγάλη διασπορά των φαρμακείων στην επικράτεια γιατί έχουμε αυτά τα μικρά αλλά πολλά φαρμακεία που είναι στην ουσία μονάδες υγείας της γειτονιάς. Δεν είναι το μεγάλο φαρμακείο με το πολύ προσωπικό που έχει απρόσωπους πελάτες που βλέπουμε σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα αν και ορισμένοι το αναφέρουν ως μειονέκτημα. Έχει σαφώς και μειονεκτήματα αλλά παρέχει αυτό το πολύ σημαντικό πλεονέκτημα. Αποτελεί τη ζωντανή μονάδα υγείας που είναι ριζωμένη μέσα στη γειτονιά και από αυτό απορρέει ένα δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα. Ότι έχει αυτό που ζητούν οι ασθενείς σε άλλες χώρες, να έχουν προσωπική σχέση με τον φαρμακοποιό. Αυτό είναι ένα τεράστιο πλεονέκτημα το οποίο πρέπει και μπορεί να αξιοποιηθεί από το ιδιωτικό φαρμακείο και από τα στελέχη που εργάζονται στο ιδιωτικό φαρμακείο. Πως μπορεί να αξιοποιηθεί; Με το να μετατραπεί, όσο γίνεται περισσότερο, σε μία μονάδα παραγωγής υγείας και όχι σε χώρο πώλησης προϊόντων. Υπάρχει ανάγκη και υπάρχει ζήτηση. Πως θα μπορούσε να ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη και αυτή η ζήτηση; Με ένα βασικό προαπαιτούμενο. Με την κατάλληλη κατάρτιση και τη στράτευση του φαρμακοποιού σε αυτήν την υπόθεση. Το elearning δίνει τη δυνατότητα στον καθένα να εκπαιδευτεί εκεί που θα ήθελε και να αποκτήσει εκείνες τις δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να παρέχει πια διευρυμένα τέτοιες υπηρεσίες που να αγκαλιάζουν όλο αυτό το φάσμα των αναγκών που αφορούν την υγεία» κατέληξε ο κ. Τούντας.