ΠΑΘΗΣΕΙΣ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Οι εξελίξεις για την Κνίδωση

Οι εξελίξεις για την Κνίδωση

Γράφει ο κ. Αριστείδης Μπίκος Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος,
Τ. Επιμελητής Πανεπιστημιακής Κλινικής Δερματικών 
και Αφροδίσιων Νόσων Northampton Μ. Βρετανίας

 

Η κνίδωση είναι μια ιδιαίτερα συχνή νόσος και φαίνεται ότι ο επιπολασμός της να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια συγκριτικά με το παρελθόν. Υπολογίζεται ότι περίπου ένα στα τέσσερα άτομα (25% του γενικού πληθυσμού) μπορεί να εμφανίσει τουλάχιστον μια φορά κατά τη διάρκεια της ζωής του κνίδωση (οξεία ή και χρόνια).

Η κνίδωση όταν διαρκεί λιγότερο από 6 εβδομάδες θεωρείται οξεία, αντίθετα όταν διαρκεί πάνω από 6 εβδομάδες ονομάζεται χρόνια.

Την χρόνια κνίδωση την διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες κυρίως:

  • Σε Χρόνια αυθόρμητη, όταν δεν υπάρχει κάποιος εξωτερικός παράγοντας που να την προκαλεί και εμφανίζεται αυτόματα και απρόβλεπτα.
  • Σε επαγόμενη, όταν τα συμπτώματα επάγονται από φυσικά αίτια όπως η πίεση, το ψύχος ή η αυξημένη θερμοκρασία.

Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες εκτιμάται ότι ο επιπολασμός της Χρόνιας Aυθόρμητης Κνίδωσης ανέρχεται στο 0,5–1% του γενικού πληθυσμού. Στα παιδιά ο αντίστοιχος επιπολασμός υπολογίζεται ότι είναι μικρότερος. Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση μπορεί να εμφανισθεί σε όλες τις ηλικίες, όμως η μεγαλύτερη συχνότητα διαπιστώνεται μεταξύ 20–40 ετών, δηλαδή στην πιο παραγωγική ηλικία, ενώ φαίνεται ότι προσβάλλει περισσότερο (τουλάχιστον σε διπλάσιο ποσοστό) τις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες.

Η διάρκεια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, εκτιμάται ότι στους περισσότερους ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση η μέση διάρκεια της νόσου είναι 1-5 χρόνια, ενώ ένας σημαντικός αριθμός ασθενών (τουλάχιστον το 20%) παραμένουν

συμπτωματικοί 5–10 χρόνια μετά την έναρξη της νόσου. Η συνολική διάρκεια της Χρόνιας Αυθόρμητης Κνίδωσης φαίνεται ότι μπορεί να είναι μεγαλύτερη σε ασθενείς που διαθέτουν χαρακτηριστικά όπως αγγειοοίδημα, αυτοανοσία ή συνδυασμό με κάποια άλλη μορφή κνίδωσης.

Οι άνθρωποι με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση συχνά εμφανίζουν πομφούς ή / και αγγειοοίδημα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του πομφού είναι οίδημα κεντρικά περιβαλλόμενο από ερύθημα, συνδέεται με κνησμό και μερικές φορές με αίσθημα καύσου και η πλήρης αποδρομή των πομφών είναι σε 1 με 24 ώρες. Από την άλλη τα βασικά χαρακτηριστικά του αγγειοιδήματος είναι αιφνίδιο, εξεσημασμένο οίδημα του δέρματος και του υποδόριου ιστού, προκαλεί συχνότερα αίσθημα τάσης παρά κνησμού και προσβάλλει πιο συχνά τα βλέφαρα και τα χείλη.

Τέλος έχει βραδύτερη αποδρομή από τους πομφούς και μπορεί να φτάσει έως και 72 ώρες.

Η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση επηρεάζει την εμφάνισή των ασθενών και δυσχεραίνει τις καθημερινές τους δραστηριότητες, επηρεάζοντας έτσι συνολικά αρνητικά την ποιότητα ζωής τους. Η επιβάρυνση αυτή μάλιστα είναι σε αρκετές περιπτώσεις εντονότερη από άλλες καταστάσεις που είναι απειλητικές για τη ζωή τους όπως π.χ το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Έχει φανεί σε μελέτες ότι οι ασθενείς με Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και ψυχοσωματικών εκδηλώσεων.

Ο θεραπευτικός στόχος για έναν ασθενή με κνίδωση είναι η την πλήρης εξάλειψη των συμπτωμάτων της νόσου με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.

Στη θεραπεία της χρόνιας αυθόρμητης κνίδωσης τον πρώτο και κύριο λόγο έχουν τα αντιισταμινικά φάρμακα. Τα αντισταμινικά είναι αποτελεσματικά στον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου, τόσο στην μείωση του κνησμού όσο και των πομφών. Η κλινική ανταπόκριση στα 2ης γενιάς αντιισταμινικά ακόμα και σε υψηλές δόσεις όμως δεν ξεπερνά το 50%. Έτσι η χρήση άλλων παραγόντων είναι επιτακτική στις περιπτώσεις αυτές.

Τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα στη θεραπεία της χρόνιας κνίδωσης άλλαξαν υπέρ των ασθενών. Σε αυτό συνέτεινε η έλευση ενέσιμων θεραπειών που μπορούν να εξασφαλίσουν σημαντική ανακούφιση και καλύτερη ποιότητα ζωής στους ασθενείς.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι, η Χρόνια Αυθόρμητη Κνίδωση αποτελεί μια χρόνια κατάσταση με εξάρσεις και υφέσεις που για τους περισσότερους ασθενείς, έχει ημερομηνία λήξης, και η συνεργασία με τον ειδικό ιατρό δερματολόγο, θα οδηγήσει σε ταχύτερο έλεγχο των συμπτωμάτων με την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας.