NEA

ΕΛΣΤΑΤ: Περικοπές, ελλείψεις και μειωμένες δαπάνες, κλονίζουν την «Υγεία» της χώρας

ΕΛΣΤΑΤ: Περικοπές, ελλείψεις και μειωμένες δαπάνες, κλονίζουν την «Υγεία» της χώρας

Ο νέος προϋπολογισμός για την Υγεία είναι πια γνωστό ότι διαφέρει ελάχιστα από των προηγούμενων ετών. Ενδεικτικά είναι μάλιστα, τα σχετικά ευρήματα της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες Υγείας για το έτος 2017. Σύμφωνα με αυτά που αφορούν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, το 7,3% των συνολικών εισοδημάτων τους τα νοικοκυριά, το δαπανούν για την αγορά υπηρεσιών Υγείας.

 

Κείμενο του τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ αναλύει τον προϋπολογισμό του 2019 για την Υγεία αναφέροντας πολλές αλήθειες... Ξεχωρίσαμε μερικά από τα σημεία με τις αλήθειες αυτές και τα παραθέτουμε:

Ανακύκλωση των τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό

Στον προϋπολογισμό δεν προβλέπονται κονδύλια για νέες προσλήψεις. Η εφαρμογή της αναλογίας 1 προς 1 στις προσλήψεις για τις μονάδες της Υγείας - Πρόνοιας σημαίνει - στην καλύτερη περίπτωση - διατήρηση της σημερινής άθλιας κατάστασης, με τις τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε πανελλαδικό επίπεδο. Σημαίνει επιδείνωση των συνθηκών δουλειάς των υγειονομικών και ταυτόχρονα των συνθηκών περίθαλψης και νοσηλείας των ασθενών.

Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα 120 - 150 μονίμως κλειστά κρεβάτια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και η μερική ή και παντελής έλλειψη ειδικοτήτων γιατρών κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικά και αυτά που αναδείχτηκαν την περίοδο της πυρκαγιάς στο Μάτι της Αττικής. Να μην επαρκούν οι ειδικές μονάδες (ΜΕΘ) για εγκαυματίες, οι Αιμοδοσίες των νοσοκομείων να μην μπορούν να αξιοποιήσουν τη μεγάλη προσέλευση αιμοδοτών, το Κέντρο Υγείας στη Νέα Μάκρη να μη διαθέτει πνευμονολόγο, βασική ειδικότητα που έπρεπε να υπάρχει και ανεξάρτητα των μεγάλων αναγκών λόγω της πυρκαγιάς. Οι μεγάλες λίστες αναμονής για ιατρικές εξετάσεις, για αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, για χειρουργεία, για ακτινοθεραπείες, χημειοθεραπείες, για εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου κ.λπ.

Νέες περικοπές στα ήδη πετσοκομμένα κονδύλια

Οι μεταβιβάσεις στα νοσοκομεία από τον τακτικό προϋπολογισμό είναι μειωμένες κατά 65 εκατ. Ευρώ (-5,3%): Από 1.219 εκατ. ευρώ το 2018, για το 2019 προβλέπονται 1.154 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για διαχρονική πορεία μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης και παράλληλης αύξησης των εσόδων από τα ασφαλιστικά ταμεία και τους ίδιους τους ασφαλισμένους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2013 η αντίστοιχη χρηματοδότηση ήταν 1.654 εκατ. ευρώ, το 2014 ήταν 1.499 εκατ. ευρώ, το 2015 ήταν 1.067 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, μεταξύ 2013 και 2019 υπάρχει μείωση κατά 30,3%.

Στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, για πρώτη φορά εγγράφεται στον προϋπολογισμό χρηματοδότηση από την Ασφάλιση (ύψους 14 εκατ. ευρώ).

Τα έσοδα για την ΠΦΥ από τον τακτικό προϋπολογισμό προϋπολογίζονται αυξημένα κατά 34 εκατ. ευρώ. Πρόκειται ουσιαστικά για υποχρηματοδότηση της ΠΦΥ, σταγόνα στον ωκεανό, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στον τομέα αυτό είναι τεράστιες οι ανάγκες και οι ελλείψεις σε προσωπικό, τεχνολογικά μέσα και δομές. Έχουν κλείσει και παραμένουν κλειστά ή έχουν συρρικνωθεί μια σειρά πολυιατρείων του πρώην ΙΚΑ. Είναι σχεδόν ανύπαρκτες οι κρατικές υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης, επείγουσας βοήθειας, πρόληψης, υπηρεσίες για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς.

Η κυβέρνηση μάλιστα μειώνει τις συνολικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού για τα δημόσια νοσοκομεία και την ΠΦΥ το 2019 σε σχέση με την εκτίμηση το 2018 κατά 30 εκατ. ευρώ (το 2018 ήταν 1.310 εκατ. ευρώ, το 2019 προϋπολογίζονται 1.280 εκατ. ευρώ). Τα μειωμένα αυτά ποσά τα ανακατανέμει ανάμεσα στα νοσοκομεία και την ΠΦΥ. Ουσιαστικά κόβει 65 εκατ. ευρώ από τα νοσοκομεία και από αυτήν την περικοπή «ενισχύει» την ΠΦΥ με 35 εκατ. ευρώ.

Τα κενά της κρατικής χρηματοδότησης θα επιδιωχθεί να καλυφθούν για ακόμα μια φορά από την Κοινωνική Ασφάλιση, στην ουσία δηλαδή με τις πληρωμές των ασφαλισμένων.

Ψίχουλα για τους ανασφάλιστους

Η κρατική χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ παραμένει - όπως και πέρσι - στο ποσό των 100 εκατ. ευρώ για την κάλυψη των ανασφάλιστων, που δεν επαρκούν ούτε για τα φάρμακά τους. Ενδεικτικά, με τα 67 ευρώ που αναλογούν σε κάθε ανασφάλιστο, καλύπτεται η δαπάνη των δύο εποχικών εμβολίων (γρίπη και πνευμονιόκοκκος)...

Τα άλλα ακριβά παιδικά εμβόλια, τα φάρμακα για εποχικές και χρόνιες παθήσεις, υγειονομικό υλικό, οι δαπάνες για εργαστηριακές εξετάσεις, για προληπτικούς και προγεννητικούς ελέγχους, τοκετούς, χειρουργεία, θεραπείες, υπηρεσίες Ειδικής Αγωγής όπως λογοθεραπείες κ.λπ., πώς θα πληρωθούν από τον ΕΟΠΥΥ που υποχρηματοδοτείται;

Οι δωρεάν παροχές ισχύουν για ένα μικρό μέρος των ανασφάλιστων με ατομικό εισόδημα έως 2.400 ευρώ το χρόνο, που δεν πληρώνουν συμμετοχή στα φάρμακα. Όλοι οι άλλοι πληρώνουν κανονικά συμμετοχή στις δαπάνες ή και εξολοκλήρου σύμφωνα με τον κανονισμό παροχών του ΕΟΠΥΥ, όπως και όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι.

Οι ανασφάλιστοι έχουν δικαίωμα να πηγαίνουν μόνο στις δημόσιες μονάδες Υγείας, όμως λόγω των τεράστιων ελλείψεων σε στελέχωση, εξοπλισμό κ.λπ., αρκετές φορές το δικαίωμα αυτό είναι περιορισμένο ή και χωρίς αντίκρισμα. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις των μακροχρόνιων ραντεβού για αξονικές και μαγνητικές εξετάσεις στις δημόσιες μονάδες Υγείας, η σχεδόν μηδενική δυνατότητα για φυσικοθεραπείες, υπηρεσίες Ειδικής Αγωγής, η προμήθεια διορθωτικών φακών οράσεως κ.λπ.

Υπενθυμίζουμε ότι το 2016 και το 2017 αθροιστικά περικόπηκαν 405 εκατ. ευρώ από την κρατική χρηματοδότηση στον ΕΟΠΥΥ και απέμειναν τα παραπάνω 100 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα επιβλήθηκε η εισφορά των συνταξιούχων στον κλάδο Υγείας 6% στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, που σημαίνει αφαίμαξη 770 εκατ. ευρώ περίπου κάθε χρόνο.

Για τη φαρμακευτική δαπάνη

Στο κομμάτι του προϋπολογισμού φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, προβλέπεται φαρμακευτική δαπάνη για το 2019 ύψους 2,2 δισ. ευρώ, όπως ήταν και το 2018. Το 2009 η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη ήταν 5,1 δισ., το 2015 ήταν 2 δισ., το 2016 ήταν 1,945 δισ., το 2017 ήταν 2,27 δισ., το 2018 ήταν 2,2 δισ. ευρώ. Η διαχρονική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης αντιστοιχεί με την πολιτική μείωσης των κρατικών και ασφαλιστικών δαπανών και αύξησης της συμμετοχής στις πληρωμές για την αγορά των φαρμάκων από τους ασθενείς.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η περικοπή και τα «πλαφόν» της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης έχουν οδηγήσει στην εκτίναξη των πληρωμών των ασθενών (μεσοσταθμικά από το 9% έχει ανέβει σε περίπου 30%), υπολογίζοντας μόνο τα φάρμακα της «θετικής λίστας», δηλαδή αυτά που συνταγογραφούνται και ο ΕΟΠΥΥ συμμετέχει στην αποζημίωσή τους.

Στην πράξη, η συμμετοχή των ασθενών όπως την ξέρουμε (0% - 10% - 25%) στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ισχύει. Εργαλείο γι' αυτό είναι η καθιέρωση της λεγόμενης «ασφαλιστικής τιμής», με βάση την οποία υπολογίζονται τα ποσοστά συμμετοχής του ΕΟΠΥΥ και η οποία είναι μικρότερη της λιανικής τιμής των φαρμάκων. Τη διαφορά μεταξύ ασφαλιστικής και λιανικής τιμής την πληρώνουν εξολοκλήρου ή κατά ένα μέρος οι ασθενείς. Έτσι, τελικά η συμμετοχή του ασθενή από το 25% μπορεί να φτάσει ακόμα και στο 80%.

Στα παραπάνω πρέπει να υπολογιστούν τα φάρμακα της λεγόμενης «αρνητικής λίστας» (αυτά που συνταγογραφούνται αλλά δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ), τα Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ), η πληρωμή του 1 ευρώ ανά συνταγή, τα Γενικής Διάθεσης Φάρμακα (ΓΕΔΙΦΑ) που η τιμή τους πρόσφατα «απελευθερώθηκε» και πληρώνονται 100% από τους ασθενείς, καθώς και τα 10 ευρώ που έχει γίνει καθεστώς να πληρώνουν οι ασθενείς για τη συνταγογράφηση στους γιατρούς (θεωρούν ότι είναι εκτός των «δωρεάν επισκέψεων»).

Με όλα αυτά κατέληξαν το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία να πληρώνουν κατά 57,7% λιγότερα, ενώ οι ασφαλισμένοι να πληρώνουν συμμετοχή κατά 43,1% περισσότερα σε σχέση με το 2009 και με τάση αυτή η αναλογία να επιδεινωθεί σε βάρος των ασθενών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτου οκταμήνου του 2018, ο ΕΟΠΥΥ έπρεπε να πληρώσει το 85% της δαπάνης για τα φάρμακα της «θετικής λίστας» και οι ασφαλισμένοι το 15%. Με τα «κόλπα» της «ασφαλιστικής τιμής» και του χαρατσιού του 1 ευρώ ανά συνταγή, αυτή η αναλογία στη συμμετοχή μεταξύ ΕΟΠΥΥ και ασθενών έγινε περίπου 66% και 34%.

Αυτό σημαίνει ότι για το διάστημα αυτό ο «εξορθολογισμός» της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης της κυβέρνησης στοίχισε στους ασθενείς επιπλέον 280 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία αφαιρέθηκαν από τη δαπάνη που έπρεπε να επιβαρύνει τον ΕΟΠΥΥ.

 

 

Μ.Τ.