ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Παρεμβατικές και μη παρεμβατικές μελέτες στα φαρμακεία. Πρόκληση και προοπτική

Παρεμβατικές και μη παρεμβατικές μελέτες στα φαρμακεία. Πρόκληση και προοπτική

 

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Η προοπτική  της συμμετοχής των φαρμακοποιών σε μελέτες, στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, ήταν μία από τις πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις που κατέθεσε κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες εβδομάδες για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της  μελέτης «Αρεταίος» ο Καθηγητής Γενικής Ιατρικής & Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας κ. Χρήστος Λιονής (διαβάστε εδώ σχετικό άρθρο).

Συγκεκριμένα ο κ. Λιονής υποστήριξε την ανάγκη διεξαγωγής ερευνών στη χώρα μας και στο χώρο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας καθώς, όπως είπε «έρευνα δεν είναι μόνο Randomized Control Trials. Η έρευνα είναι και στην ΠΦΥ. Μετράει στάσεις, συμπεριφορές, προσδοκίες, και τις επιθυμίες των προσώπων και των ασθενών. Μετράει πραγματικά τα δικαιώματά μας, και τις αξίες μας. Μετράει τη συμπεριφορά μας στη νόσο, και τους κινδύνους. Και αυτού του είδους η έρευνα δεν χρηματοδοτείται από φαρμακευτικές εταιρείες». Όπως ανέφερε ο κ. Λιονής ο ρόλος του φαρμακοποιού σε αυτήν την ανάπτυξη μας έρευνας που θα μετρήσει και την αποτελεσματικότητα είναι σημαντικός γιατί», όπως είπε «τίποτα για εμάς χωρίς εμάς αλλά και τίποτα για εμάς χωρίς την τεκμηρίωση της αποτελεσματικότητάς μας».

Το ερώτημα για το κατά πόσο ο φαρμακοποιός μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο επιχειρεί να απαντήσει με άρθρο του για το DailyPharmaNews o φαρμακοποιός, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου κ. Ηλίας Χαλιγιάννης.

 

ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΗ-ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ– ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Του Ηλία Χαλιγιάννη, Φαρμακοποιού, μέλους ΔΣ ΠΦΣ

                Το φάρμακο, ως θεραπευτικό μέσο, είναι η αξιόπιστη καταφατική απάντηση σε ένα σημαντικό επιστημονικό ερώτημα το οποίο διερευνά αν και κατά πόσο μία ασθένεια γίνεται αντιμετωπίσιμη. Τόσο το ερώτημα, όσο και η απάντηση δεν μπορεί να συνυπάρξουν χωρίς το επιστημονικό πείραμα που λέγεται κλινική μελέτη.

                Η κλινική μελέτη είναι το δεύτερο στάδιο που ακολουθεί τη βασική έρευνα, την έρευνα δηλαδή που ξεκινάει στο εργαστήριο, όπου μελετάται η επίδραση ενός χημικού μορίου σε κυτταρικές σειρές, βιολογικά υγρά και στη συνέχεια σε πειραματόζωα. Από τη στιγμή που η υπό μελέτη ουσία περάσει επιτυχώς τις πειραματικές δοκιμασίες, εισέρχεται πλέον στην κλινική της εφαρμογή. Χορηγείται δηλαδή σε ομάδες εθελοντών,  ο αριθμός των οποίων βαίνει διαρκώς αυξανόμενος. Κατά την πολύπλοκη αυτή και κρίσιμη διαδικασία συλλέγονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες με σκοπό να αξιολογηθούν πολυάριθμα και σημαντικά επιστημονικά δεδομένα, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλιστούν ηθικά, νομικά και δεοντολογικά ζητήματα που πιθανώς να υπάρξουν.

                Από τη στιγμή που ξεκινήσει η κλινική ανάπτυξη του υπό μελέτη φαρμακευτικού σκευάσματος, ακολουθεί μία μακρόχρονη διαδικασία έως ότου ολοκληρωθούν επιτυχώς οι τρείς φάσεις της μελέτης, όπου και λαμβάνει την πολυπόθητη έγκριση κυκλοφορίας. Η μελέτη ωστόσο γύρω από ένα φάρμακο δε σταματάει με την έγκριση. Υπάρχει και μία τέταρτη φάση κλινικών ερευνών (φάση ΙV), κατά την οποία οι ερευνητές εξετάζουν, συλλέγουν και καταγράφουν αποσαφηνιστικές πληροφορίες από την καθημερινή πλέον κλινική εφαρμογή του θεραπευτικού μέτρου, επικεντρώνοντας πλέον στα οφέλη, τις ανεπιθύμητες ενέργειες καθώς και άλλα επιδημιολογικά δεδομένα (θνησιμότητα, θνητότητα) προκειμένου να επιβεβαιωθεί η καλύτερη δυνατή τους χρήση ή να εντοπιστούν τυχόν κίνδυνοι που προήλθαν από λανθασμένες κρίσεις των ερευνητών. Ακολουθεί η φαρμακοεπαγρύπνηση.

 

Φαρμακοποιός πάγκου και συμμετοχή στο σχεδιασμό μελετών

 

                Αναμφίβολα, η φαρμακευτική, είναι η επιστήμη που υποχρεούται όχι μόνο να παρίσταται αλλά να ηγείται της κατανόησης, έρευνας και ανάπτυξης του φαρμάκου και από εκεί κι έπειτα να συνεκτιμά με τους υπόλοιπους κλάδους που συμμετέχουν ως κρίκοι στην ερευνητική αλυσίδα, την ασφάλεια, την ανεκτικότητα και την αποτελεσματική δόση του, πράγμα το οποίο οδηγεί στην επικύρωση της νέας θεραπείας.

                Παρ’ όλο λοιπόν που ο φαρμακοποιός είτε ως ερευνητής σε ερευνητικό ίδρυμα ή κλινική, είτε ως φαρμακοποιός βιομηχανίας αποτελεί αναπόσπαστό κομμάτι στα διάφορα στάδια της έρευνας, πιστοποιώντας όχι μόνο ετυμολογικά αλλά και ουσιαστικά το λόγο της επιστημονικής του αποστολής, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όταν ο ίδιος ασκεί το επάγγελμα του ως φαρμακοποιός πάγκου. Σίγουρα, ο προσανατολισμός της επαγγελματικής του κατεύθυνσης στην τελευταία περίπτωση επιβαρύνεται με άλλου είδους ευθύνες, ωστόσο, κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι αδυνατεί να επιστρατευθεί και να επιστρατεύσει την επιστημονική του συμβολή, γνώση και κρίση, στην υπηρεσία της ερευνητικού έργου.

                Μπορεί βέβαια στον ίδιο να μην του επιτρέπεται η δυνατότητα της ενεργητικής παρέμβασης μέσα στο φαρμακείο, διαθέτει όμως όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τα οποία είναι δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς σε οποιοδήποτε άλλο σημείο παροχής υγειονομικής περίθαλψης, κατά το χρονικό μάλιστα διάστημα που η πορεία της έκβασης μπορεί να μη γίνει «αντιληπτή», αν ένας ασθενής πχ. με χρόνιο νόσημα ο οποίος λαμβάνει θεραπευτική αγωγή για αυτό, δεν εκδηλώσει ή «αποκρύπτει» συμπτώματα που θα τον οδηγήσουν εκ νέου πίσω στο θεράποντα ιατρό τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθούν μή αναστρέψιμα. Αναμφίβολα λοιπόν, το φαρμακείο αποτελεί ένα χώρο ο οποίος έχει την ικανότητα να παρακολουθήσει ορθότερα την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών σχημάτων.

                Επιπλέον, το φαρμακοποιός της κοινότητας έχει τη δυνατότητα πρόσβασης εκεί όπου χορηγοί και άλλοι ερευνητές έχουν ανεπαρκή και περιορισμένη προσβασιμότητα: σε όλο το φάσμα της κοινωνίας των ασθενών.

 

Πλεονεκτήματα σχεδιασμού μελετών στα φαρμακεία

 

  1. Δυνατότητα εύρεσης πληθυσμού μελέτης και απαιτούμενου αριθμού.

 

                Ο βασικός προβληματισμός μίας μελέτης δεν είναι μόνο ο καθορισμός του μεγέθους δείγματος αλλά και η δυσκολία στην ανεύρεση και συγκατάθεση των ασθενών. Ο όγκος της πληροφορίας που μπορεί να επεξεργαστεί κανείς στο φαρμακείο παρέχει αστείρευτες δυνατότητες, σε σημείο που ένα πρωτόκολλο μελέτης μπορεί να σχεδιαστεί επιτυχώς αποκλείοντας - μέσα από ένα κατ’ εξοχήν μεγάλο δείγμα με σαφή διαγνωστικά κριτήρια- περισσότερους συγχυτικούς παράγοντες. Συνεπώς, συγκεντρώνοντας με μεγαλύτερη ευκολία τόσο τα κριτήρια εισόδου όσο και κριτήρια αποκλεισμού στη διαδικασία καθορισμού των κριτηρίων καταλληλότητας του πληθυσμού μελέτης, δημιουργείται κέρδος χρόνου, κόστους και προτύπωσης του υπό μελέτη δείγματος που πάσχει από συγκεκριμένο νόσημα. Ένα ακόμα μεγάλο πλεονέκτημα του φαρμακοποιού είναι η αμεσότητα και ο υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης από πλευράς ασθενών προς το πρόσωπό του, μετατρέποντας τη συγκατάθεση σε μία λιγότερο προβληματική διαδικασία.

 

  1. Προέκταση σε ευρύτερους πληθυσμούς και σύνδεση με άλλες μελέτες

 

                Παρά τις ενδείξεις ενός φαρμάκου για τη θεραπευτική αντιμετώπιση συγκεκριμένου νοσήματος το οποίο μελετήθηκε με αυστηρά κριτήρια καταλληλότητας σε συγκεκριμένο πληθυσμό, το φαρμακείο αποτελεί ένα χώρο συνοσηρότητας όπου θα μπορούσαν ακόμα και ευρέα κριτήρια καταλληλότητας να οδηγήσουν σε στατιστικώς σημαντικά συμπεράσματα. Μπορεί βέβαια το ενδεχόμενο του κινδύνου γενικεύσεων και συστηματικών σφαλμάτων να είναι υπαρκτό, αλλά είναι και διαχειρίσιμο. Η χρησιμότητά τους, θα μπορούσε να αξιολογηθεί ποικιλοτρόπως, δημιουργώντας νεότερα δεδομένα με επιστημονικό νόημα καθώς και υποθέσεις, ανοίγοντας νέα ερωτήματα στην έρευνα γύρω από τη συμπεριφορά των βιολογικών συστημάτων καθώς και τον ορθολογικό σχεδιασμό των συνδυαστικών θεραπειών.

 

  1. Μεγαλύτερη ακρίβεια και αξιοπιστία στη μελέτη των επιδημιολογικών δεδομένων

 

                Η αξιολόγηση των επιδημιολογικών στοιχείων παρουσιάζει όχι μόνο επιστημονικό αλλά και οικονομικό ενδιαφέρον για τη χάραξη πολιτικών υγείας. Οι έρευνα από εισαγωγές στα νοσοκομεία δεν αποτελούν από μόνες τους βαρόμετρο εκτίμησης επιπολασμού και επίπτωσης, καθώς διαφεύγουν περιστατικά που σε μεγάλο ποσοστό δεν κατέληξαν σε εισαγωγή αλλά θεραπεύτηκαν με φαρμακευτική αγωγή που έλαβαν από εξωτερικούς γιατρούς. Άλλοι ασθενείς χρειάστηκε να επισκεφτούν το φαρμακοποιό επανειλημμένα για να προμηθευτούν φάρμακα τα οποία είτε δεν καταγράφηκαν στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση είτε δε συνταγογραφήθηκαν καν. Από τη στιγμή λοιπόν που υπάρχει υποψία διαφυγής στοιχείων λήψης φαρμάκων, αναπόφευκτα δημιουργείται σημαντικό μειονέκτημα ανάλογο του εύρους και των χαρακτηριστικών του δείγματος που νόσησαν και θεραπεύτηκαν. Η απόκρυψη λοιπόν σημαντικών πληροφοριών τα οποία δεν είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν ούτε από τα στατιστικά πωλήσεων φαρμάκων των εταιρειών, ούτε προσεγγιστικά ως προς τις ενδείξεις που αυτά λήφθησαν - αν δεν υπάρχει πρωτόκολλο καταγραφής διαφόρων παραμέτρων– δημιουργεί εύλογα ελλιπή και αποπροσανατολιστικά επιδημιολογικά δεδομένα.

                Μελέτες οι οποίες θα χρησιμοποιήσουν το χώρο του φαρμακείου ως σημείο καταγραφής, παρέμβασης και παρατήρησης, σίγουρα θα δημιουργήσουν μία ολοκληρωμένη και περισσότερο αποσαφηνιστική εικόνα για το νοσολογικό φάσμα του πληθυσμού ακόμα και σε επίπεδο πχ. γεωγραφικού, εποχικού και ηλικιακού εντοπισμού ή άλλης ερμηνευτικής σημασίας. Συνεπώς, μέσα στο φαρμακείο μπορούν να αποκαλυφθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια τα χαρακτηριστικά των υποομάδων.

 

  1. Μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και η ευκαιρία του placebo

 

                Η διαρκής άυξηση του αριθμού των μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενων φαρμάκων δημιούργησε το φαινόμενο της αυτενέργειας. Του δικαιώματος δηλαδή του ασθενή, να λαμβάνει φάρμακο υπό την κρίση και ευθύνη του χωρίς να είναι αναγκασμένος να επισκεφτεί προηγουμένως το θεράποντα ιατρό. Βέβαια, η συμπτωματολογία καθιστά το φαρμακοποιό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οδηγό και σύμβουλο στην απόφαση, τη λήψη και τον τρόπο λήψης των συγκεκριμένων φαρμάκων από τον ασθενή. Από και έπειτα όμως, κανείς δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τη θεραπευτική αποτελεσματικότητα και τυχόν αναμενόμενες και μή αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες ενός φαρμάκου.

                Το ερώτημα λοιπόν σχετικά με το αν και κατά πόσο κάποιος που αναφέρει μία ασαφή και γενικότερη συμπτωματολογία έχει ανάγκη από φαρμακευτικά σκευάσματα, αποτελεί ένα πλούσιο πεδίο έρευνας για το φαρμακοποιό το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε απαντήσεις όχι μόνο επιστημονικού αλλά κοινωνιολογικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Φυσικά, τέτοια συμπεράσματα δεν μπορούν να περιοριστούν σε απλές μελέτες παρατήρησης με τη μορφή ερωταπαντήσεων αλλά να επεκταθούν με τη δυνατότητα και συγκατάθεση ενός υπό μελέτη πληθυσμού σε κλινική μελέτη, κατά την οποία ο ερευνητής θα έχει τη δυνατότητα χορήγησης ακόμα και εικονικού φαρμάκου.

 

  1. Αξιολόγηση συμβολής των συμπληρωμάτων διατροφής στη θεραπευτική

 

                Τα τελευταία χρόνια η χρήση των συμπληρωμάτων διατροφής ως προϊόντα τα οποία απλά συμπληρώνουν το καθημερινό διατροφολόγιο έχει περιοριστεί. Αντιθέτως, η λήψη τους ως σκευάσματα που είτε ασκούν είτε συμμετέχουν στο φαρμακολογικό αποτέλεσμα της κλασσικής φαρμακευτικής αγωγής, έχει επεκταθεί σε πολλές κατηγορίες ασθενών. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες βρισκόμαστε μπροστά σε ανατρεπτικά αποτελέσματα τα οποία βλέπουν το φως τη δημοσιότητας με άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά και άλλοτε μηδενικά συμπεράσματα δημιουργώντας έτσι αρκετές φορές σύγχυση. Βασικό πρόβλημα των μελετών που διερευνούν την επίδραση των συμπληρωμάτων διατροφής, είναι ο χρόνος, οι πολλαπλοί συγχυτικοί παράγοντες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, η μη συμμόρφωση των συμμετεχόντων με τα πρωτόκολλά των μελετών και η ίδια η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς εταιρειών (χορηγών) για παρεμβατικές μελέτες, καθώς η προέλευσή τους πηγάζει μέσα από τη λαϊκή θεραπευτική (Well Established Use). Όταν μάλιστα αυτά συμπεριληφθούν σε κάποια κλινική μελέτη ασθενών, είναι πλέον αργά για να εξαχθεί ένα συμπέρασμα με κλινική σημαντικότητα.

                Το φαρμακείο έχει την πολυτέλεια όχι μόνο να συγκεντρώσει πολύτιμες πληροφορίες από πληθυσμούς ελεύθερους νοσημάτων αλλά και από ειδικούς πληθυσμούς που επιδιώκουν μέσα από τη χρήση τους, τη θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα σε συνδυασμό με την κλασσική θεραπεία που ακολουθούν. Η ωφελιμότητα πχ. της παράλληλης λήψης α-λιποϊκού οξέως σε περιστατικά νευροπαθητικού πόνου αποτελεί μία σύγχρονη εξέλιξη στο χώρο. Το φαρμακείο είναι ένας χώρος που η βιβλιογραφική ανασκόπηση θα μπορούσε να βρει εφαρμογή προς όφελος της έρευνας, προσθέτοντας πολύτιμα στοιχεία είτε σε επίπεδο παρατήρησης είτε με τη μορφή παρέμβασης σε ομάδες ασθενών που είναι πρόθυμοι να συμμετέχουν σε μελέτες συγκρισιμότητας. Με στοχευμένες μελέτες, σε ειδικούς πληθυσμούς και σε βάθος χρόνου, ο κοινοτικός φαρμακοποιός θα επιτηρεί και θα επιβλέπει συγκεκριμένο φάσμα ασθενών σε επίπεδο καθημερινότητας. Είτε με τη μορφή μικρών πιλοτικών μελετών είτε με τη μορφή μεγαλύτερων αναδρομικών και προοπτικών μελετών παρατήρησης σε μορφή δικτύου. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει μεγάλη ευελιξία στο χώρο των συμπληρωμάτων. Και φυσικά, δημιουργείται ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έτσι ώστε να διερευνηθεί σε μεγαλύτερο βάθος μία λανθασμένη επικρατούσα άποψη η οποία απαλλάσσει τη συγκεκριμένη κατηγορία από ανεπιθύμητες ενέργειες.

 

  1. Αξιοποίηση και μεγαλύτερη ακρίβεια μελετών παρατήρησης

 

                Το πλεονέκτημα των μελετών παρατήρησης είναι ότι μπορούν να εκτιμήσουν και να συγκρίνουν την πιθανότητα της έκβασης σε μία ή διαφορετικές ομάδες πληθυσμών, όπως επίσης μπορούν να διερευνήσουν και περισσότερες από μία εκβάσεις. Αρκεί βέβαια να γίνει η σωστή επιλογή του υπό μελέτη πληθυσμού, να τεκμηριώνεται η επιλεγόμενη ομοιογένεια αλλά και να υπάρχει η μακρόχρονη δυνατότητα παρακολούθησης (follow up). Αν υπάρχει ένας χώρος όπου η έννοια του ανθρωπο – χρόνου είναι ανθεκτική, χρήσιμη και απόλυτα διαχειρίσιμη, αυτός δεν είναι άλλος από το φαρμακείο. Εκτός λοιπόν από τις μελέτες ασθενών – μαρτύρων, οι μελέτες κοόρτης είναι περισσότερο «ευκίνητες»,  παρέχουν ακριβές νόημα με αιτιολογική σχέση και μπορούν να «τρέξουν» μέσα από το πλέγμα των υποκειμένων που παρακολουθεί ο φαρμακοποιός στην καθημερινότητά του.

 

  1. Βέλτιστη δυνατή επικοινωνία προς την επιστημονική τεκμηρίωση

 

                Βασική προϋπόθεση για να αναπτυχθεί, να ερμηνευτεί και να τεκμηριωθεί επιτυχώς μία μελέτη, είναι η συνεργασία και η αλληλεπίδραση μεταξύ του ερευνητικού δυναμικού. Η εξασφάλιση και συνδρομή της κατάλληλης πληροφορίας που μπορεί να προστεθεί σε αυτή από ένα μεγάλο φάσμα ανθρώπινης επιστημονικής εξειδίκευσης, αποτελεί βαρόμετρο για την ποιότητα, αποτελεσματικότητα, ερμηνεία και ασφάλεια μίας μελέτης. Το σίγουρο όμως είναι, ότι η συλλογή των προς επεξεργασία δειγμάτων, καθίσταται σημαντικότερη της αξιολόγησής τους καθώς η πρώτη κρίνει την ορθότητα και αξιοπιστία της δεύτερης.

                Η αναζήτηση ερευνητικών πεδίων μέσα από την κοινωνία των ασθενών που επισκέπτεται καθημερινά το φαρμακείο αποτελεί πρόκληση και ευκαιρία για την επιστημονική κοινότητα, η οποία θα πρέπει να προσφέρει αντικείμενο συμμετοχής στο φαρμακοποιού. Επιπρόσθετα, η κινητοποίηση και η συνεισφορά του φαρμακοποιού σε αυτή, θα προσφέρει απλότητα, ταχύτητα, εξοικονόμηση κόστους, αυθεντικότητα, συνέπεια, εγκυρότητα και υπεραξία στο ερευνητικό έργο, πόσο μάλλον στην ανάπτυξη νέων στρατηγικών στην αντιμετώπιση της νόσου οι οποίες συγκλίνουν στην ανάδειξη της εξατομικευμένης θεραπείας ως το επόμενο βήμα στη θεραπευτική.

 

  1. Η πλεονεκτική θέση του φαρμακοποιού

 

                Το γεγονός ότι οι φαρμακοποιοί είναι μοναδικά τοποθετημένοι στο σημερινό εξελισσόμενο περιβάλλον υγειονομικής περίθαλψης είναι αδιαμφισβήτητο. Παρ’ όλο που νέες τάσεις, χρονικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί περιορισμοί έχουν χαλαρώσει τους παραδοσιακούς δεσμούς μεταξύ ιατρών και ασθενών το αντίθετο συμβαίνει με τους φαρμακοποιούς.

                Η διατήρηση των σχέσεων φαρμακοποιού – ασθενή διαρκώς ενισχύεται και εμβαθύνει. Δεν είναι άλλωστε υπερβολή το να παραδεχτούμε ότι όσο πιο δυναμικά και στοχευμένα ασκείται η επιρροή του φαρμακοποιού στη συμβουλή και συμμόρφωση του ασθενή, ακόμα και αν χρειάζεται να διαφοροποιηθεί από άλλους επαγγελματίες υγείας, τόσο θα μειώνεται το μέγεθος και το κόστος της συνταγογράφησης. Κάθε φορά που ένας φαρμακοποιός συνομιλεί με τον ασθενή, θα μπορούσε να βρίσκεται μπροστά σε ένα πιθανό υποψήφιο για συμμετοχή σε μελέτη. Άρα, το φαρμακείο δεν αποτελεί μόνο ο τελικός προορισμός παροχής φαρμακευτική φροντίδας αλλά και το αρχικό σημείο επάνω στο οποίο θα μπορούσε να «τρέξει» μία νέα μελέτη για ουσιαστική αξιολόγηση.

                Συνεπώς, η στρατολόγηση και η προσέλκυση για συμμετοχή φαρμακοποιών της κοινότητας στο ερευνητικό έργο, αποτελεί μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία την οποία θα πρέπει να αξιοποιήσουν χορηγοί και λοιποί ερευνητές, δεδομένου ότι ο κοινοτικός φαρμακοποιός είναι η πιο αξιόπιστη και ασφαλής πηγή σημαντικότατων πληροφοριών που η έρευνα αναζητά και μάλιστα μέσα από ένα πυκνό δίκτυο φαρμακείων.

                Τα ερωτήματα φυσικά που τίθενται είναι πολλά. Εκτός από τους ερευνητικής φύσεως προβληματισμούς όσον αφορά το σχεδιασμό και τη χάραξη μελετών μέσα στο κοινοτικό φαρμακείο, υπάρχουν και αυτοί των ίδιων των φαρμακοποιών τα οποία δεν έχουν να κάνουν με το «αν μπορούν» όσο με το «αν θέλουν». «Είναι σωστό να προτείνω κάτι τέτοιο στον ασθενή που με εμπιστεύεται επί χρόνια;» , «αξίζει τον κόπο;»,  «πόσο ανταποδοτικό θα είναι για τον ίδιο όσο και για εμένα;», «ποιο θα είναι το ανταγωνιστικό μου πλεονέκτημα;»...είναι κάποια από τα εύλογα ερωτήματα. Η απάντηση φυσικά είναι μία και είναι αφοπλιστική: «Όλοι κερδίζουν». Τα οφέλη και οι ευκαιρίες που προκύπτουν στην υγειονομική περίθαλψη, επιστρέφουν πάντα στον ασθενή.

                Τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης «Αρεταίος» με τίτλο «Έλεγχος και διαχείριση του κινδύνου εμφάνισης ΣΔΙΙ στον Ελληνικό πληθυσμό» θεμελίωσαν και ανέδειξαν με επιτυχία το γεγονός ότι υπάρχει ένα ερευνητικό περιβάλλον με πλούσιο και ικανό δυναμικό το οποίο δημιουργεί την προοπτική για μία πολλά υποσχόμενη στρατηγική στη διερεύνηση και παρακολούθηση της νόσου καθώς και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Αυτό που μένει είναι να συνεχιστεί η παρατήρηση του πληθυσμό που συμμετείχε στη συγκεκριμένη μελέτη σε βάθος χρόνου και η ίδια να επανέλθει για να αξιολογηθεί η αιτιολογική συσχέτιση.

 

Η πορεία προς το μέλλον

 

                Το αυξανόμενο μέγεθος και η πολυπλοκότητα των κλινικών δοκιμών, δημιουργεί ήδη πιέσεις στα χρονοδιαγράμματα των φαρμακευτικών εταιρειών, πράγμα το οποίο εντείνει τις πιέσεις για εύρεση περισσότερων υποκειμένων που θα πρέπει να πληρούν τα χαρακτηριστικά εισόδου. Η προσέγγιση μέσα από ένα ενιαίο μέγεθος ασθενών δεν είναι πλέον επαρκής. Η ανάγκη για ένα δημιουργικό μείγμα καινοτόμων και πολύπλευρων στρατηγικών στη χάραξη και εκπόνηση παρεμβατικών και μη–παρεμβατικών μελετών κρίνεται αναγκαία για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων στην έρευνα.

                Οι συνθήκες πλέον έχουν ωριμάσει, το νομοθετικό πλαίσιο παρ’ όλο που δεν είναι απαγορευτικό θα πρέπει να άρει περιορισμούς και να προσθέσει δυνατότητες. Ακόμα και ο χρόνος φαίνεται να είναι κατάλληλος για να ξεκινήσει η διεύρυνση του επιστημονικού μείγματος με τη συμμετοχή των φαρμακοποιών, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών και εξασφαλίζοντας ασφάλεια και ταχύτερη πρόσβαση σε νέες θεραπείες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οπουδήποτε αξιοποιήθηκε ο κοινοτικός φαρμακοποιός τα τελευταία χρόνια στο σύστημα υγείας, δείχνει να ανταποκρίνεται με υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις ανάγκες και τις προσδοκίες της νέας εποχής, εκπληρώνοντας ρεαλιστικούς στόχους, είτε αυτοί αφορούν την πρόληψη είτε τη συνεισφορά στη θεραπευτική.

                Η προσθήκη τους λοιπόν στον ερευνητικό σχεδιασμό, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επεκτατική ευκαιρία σε άλλους επιστημονικούς κλάδους - όπως πιστεύεται λανθασμένα για άλλου είδους πρωτοβουλίες – αλλά επιτακτική ανάγκη για να συμπληρωθούν τα κενά που προκύπτουν στην επιστημονική έρευνα που η ίδια αναζητά.