Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Η αλλαγή γιατρού μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ως μια συνηθισμένη διαδικασία στο πλαίσιο της υγειονομικής περίθαλψης. Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει ότι για τους περισσότερους ασθενείς, η αλλαγή προσωπικού γιατρού συνοδεύεται από σημαντικό συναισθηματικό και οικονομικό κόστος.
Ερευνητές από την Tebra, μια αμερικανική εταιρεία που αναπτύσσει λογισμικά υγειονομικής περίθαλψης, ανέλυσε δεδομένα υγείας από 1.000 ασθενείς και επαγγελματίες υγείας στις ΗΠΑ, με στόχο να διερευνήσει τον πραγματικό αντίκτυπο της απώλειας του προσωπικού γιατρού ή παρόχου φροντίδας.
Τα αποτελέσματα ανέδειξαν τη γραφειοκρατία και τα εμπόδια που συχνά προκύπτουν κατά τη μετάβαση σε νέο πάροχο, επηρεάζοντας ουσιαστικά την εμπειρία και τη συνέχεια της φροντίδας των ασθενών.
Τα κύρια ευρήματα της μελέτης
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι οι επιπτώσεις στον ασθενή από την αλλαγή γιατρού είναι πολλαπλές και σημαντικές, με κυριότερες τις ακόλουθες:
Οικονομικές και λειτουργικές επιπτώσεις
Οι ασθενείς ξοδεύουν, κατά μέσο όρο, 485 δολάρια και χρειάζονται περίπου πέντε μήνες για να αποκαταστήσουν τη φροντίδα τους μετά την αλλαγή γιατρού. Το οικονομικό αυτό βάρος συνδέεται συχνά με νέες επισκέψεις, διαγνωστικές εξετάσεις και καθυστερήσεις στη συνέχιση της θεραπείας.
Συναισθηματική επιβάρυνση
Η μελέτη κατέδειξε ότι το 50% των ασθενών βιώνει άγχος ή στρες μετά την αλλαγή γιατρού, ενώ το 16% αισθάνεται ότι παρεξηγήθηκε ή δεν έγινε πλήρως κατανοητό από τον νέο επαγγελματία υγείας. Η απώλεια της σχέσης εμπιστοσύνης που έχει χτιστεί με τον προηγούμενο γιατρό φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ψυχολογική επιβάρυνση των ασθενών.
Διοικητικά εμπόδια
Σύμφωνα με τους γιατρούς που συμμετείχαν στην έρευνα, το 39% των νέων ασθενών χρειάστηκε να επαναλάβει εξετάσεις λόγω ελλιπών ή μη προσβάσιμων ιατρικών αρχείων. Το πρόβλημα αυτό όχι μόνο αυξάνει το κόστος και τις καθυστερήσεις, αλλά επιβαρύνει και το ήδη πιεσμένο υγειονομικό σύστημα.
Γιατί όμως αλλάζουν γιατρό οι ασθενείς;
Όπως διαπιστώθηκε από την μελέτη, οι κυριότεροι λόγοι για την αλλαγή γιατρού είναι η αποχώρησή του από το ασφαλιστικό δίκτυο του ασθενούς, η ανεπαρκής επικοινωνία, η έλλειψη εμπιστοσύνης ή σεβασμού, καθώς και η δυσκολία πρόσβασης λόγω μεγάλων χρόνων αναμονής για ραντεβού.
Επιπλέον, ασαφείς πρακτικές χρέωσης και διοικητικά εμπόδια αναφέρθηκαν ως πρόσθετοι παράγοντες που εντείνουν την επιθυμία αλλαγής παρόχου.
Η μελέτη κατέδειξε ότι ο μέσος χρόνος αποκατάστασης της φροντίδας μετά την αλλαγή ιατρού ανέρχεται σε περίπου πέντε μήνες. Η περίοδος αυτή οφείλεται σε καθυστερήσεις που σχετίζονται με την εξεύρεση νέου παρόχου που αποδέχεται την ασφαλιστική κάλυψη, τη διαδικασία εγγραφής, τη μεταφορά ιατρικών αρχείων, καθώς και τη δημιουργία νέας θεραπευτικής σχέσης εμπιστοσύνης.
Η σημασία των ευρημάτων
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αλλαγή γιατρού δεν είναι απλώς μια διαδικαστική υπόθεση, αλλά μια εμπειρία που μπορεί να έχει ευρύτερες συνέπειες για την υγεία και την ψυχολογία των ασθενών.
Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν την ανάγκη για βελτίωση της διαλειτουργικότητας των ιατρικών συστημάτων, της πρόσβασης στα ιατρικά δεδομένα και της ενίσχυσης της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ ασθενών και παρόχων υγείας, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της αλλαγής γιατρού τόσο για τους ασθενείς όσο και για τα συστήματα υγείας συνολικά.
