Νέα έρευνα από επιστήμονες του Mount Sinai και του Χάρβαρντ ρίχνει φως στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του καπνού από δασικές πυρκαγιές στην υγεία, αποκαλύπτοντας πως η έκθεση σε μικροσωματίδια (PM2.5) μπορεί να έχει επιπτώσεις στην Καρδιοαναπνευστική Υγεία έως και τρεις μήνες μετά την κατάσβεση των πυρκαγιών. Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Epidemiology, υπογραμμίζουν την ανάγκη για αναθεωρημένη προσέγγιση στην κατανόηση και διαχείριση των κινδύνων που εγκυμονούν οι πυρκαγιές για τη δημόσια υγεία.
Σε σύγκριση με τα PM2.5 που δεν προέρχονται από καπνό, τα PM2.5 από καπνό είναι μικρότερα σε μέγεθος και θεωρούνται πιο επικίνδυνα, επειδή είναι πλουσιότερα σε ανθρακούχες ενώσεις, οι οποίες είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν οξειδωτικό στρες και φλεγμονή και έτσι να αποτελέσουν μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία.
Συνολικά, καταγράφηκαν πάνω από 13,7 εκατομμύρια νοσηλείες για καρδιαγγειακές παθήσεις και σχεδόν οκτώ εκατομμύρια για αναπνευστικές παθήσεις μεταξύ των κατοίκων όλων των ηλικιών σε 15 πολιτείες των ΗΠΑ (Αριζόνα, Κολοράντο, Ντέλαγουερ, Τζόρτζια, Άιοβα, Κεντάκι, Μίσιγκαν, Μινεσότα, Βόρεια Καρολίνα, Νιου Τζέρσεϊ, Νέα Υόρκη, Όρεγκον, Ρόουντ Άιλαντ, Ουάσιγκτον και Ουισκόνσιν). Αυτές συνδέθηκαν χρονικά και χωρικά, χρησιμοποιώντας διευθύνσεις κατοικίας, με εκθέσεις σε PM2.5 από καπνό μεταξύ 2006 και 2016. Μεταξύ των παθήσεων που μελετήθηκαν, η υπέρταση έδειξε τη μεγαλύτερη αύξηση στον κίνδυνο νοσηλείας.
Η μελέτη έδειξε επίσης μεγαλύτερες επιπτώσεις σε γειτονιές με περισσότερη βλάστηση, σε γειτονιές με περισσότερες μειονεκτούσες συνθήκες (π.χ. χαμηλότερη εκπαίδευση, μεγαλύτερη ανεργία, χαμηλότερη ποιότητα κατοικίας και υψηλότερη φτώχεια), καθώς και μεταξύ ατόμων που έχουν καπνίσει σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ
