Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μια νέα μεγάλη μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης διαπιστώνει ότι οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, μια συχνή ορμονική διαταραχή, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μια συχνή ενδοκρινική διαταραχή που επηρεάζει τις ορμόνες και τη γονιμότητα των γυναικών κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ηλικίας. Η πάθηση εκτιμάται ότι αφορά το 5–20% των γυναικών σε αυτή την ηλικιακή ομάδα και χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλαπλών μικρών κύστεων στις ωοθήκες, διαταραχές στην έμμηνο ρύση και αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων.
Επίσης, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνδέεται και με άλλες σοβαρές ιατρικές καταστάσεις, όπως στειρότητα, διαβήτη τύπου 2 ή προδιαβήτη, μεταβολικό σύνδρομο, καρκίνο του ενδομητρίου, διαταραχές διάθεσης και διατροφικές διαταραχές.
Τι αποκάλυψαν τα ευρήματα
Η μεγάλη μελέτη, που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας 2025, διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών και των πιθανών καρδιαγγειακών επιπλοκών, όπως το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και το ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στη μελέτη συμμετείχαν 127.565 γυναίκες, οι οποίες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: μια ομάδα με 25.513 γυναίκες διαγνωσμένες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και μια ομάδα ελέγχου με 102.052 γυναίκες. Τα δεδομένα υγείας συλλέχθηκαν από εθνικά μητρώα της Δανίας, κατά τη χρονική περίοδο 1995 – 2024.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών παρουσίαζαν υψηλότερη συχνότητα καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου σε σύγκριση με τις γυναίκες της ομάδας ελέγχου.
Συγκεκριμένα, η 25ετής αθροιστική συχνότητα εμφάνισης σύνθετου καρδιαγγειακού αποτελέσματος (οξύ έμφραγμα ή ισχαιμικό εγκεφαλικό) ήταν 3,4% στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών έναντι 2,0% στις γυναίκες χωρίς τη νόσο.
Οι περαιτέρω αναλύσεις έδειξαν ότι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο σύνθετης καρδιαγγειακής νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικού επεισοδίου, αν και η σχέση με τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα παρέμεινε λιγότερο σαφής.
Αυτές οι συσχετίσεις δεν επηρεάστηκαν από τη χρήση από του στόματος αντισυλληπτικών, μετφορμίνης ή αναλόγων του GLP-1.
Η σημασία της έγκαιρης παρέμβασης
Οι ερευνητές τονίζουν την αναγκαιότητα έγκαιρης αξιολόγησης του καρδιαγγειακού κινδύνου και την εφαρμογή προληπτικών στρατηγικών σε γυναίκες με ΣΠΩ.
Τέτοιες στρατηγικές περιλαμβάνουν την τακτική παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης, των λιπιδίων, του σακχάρου και του σωματικού βάρους, καθώς και την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Η έγκαιρη παρέμβαση θεωρείται κρίσιμη για τη μείωση των καρδιαγγειακών επιπλοκών σε αυτόν τον ευάλωτο πληθυσμό.
