Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από κλινικούς ερευνητές στο Imperial College London και το Imperial College Healthcare NHS Trust αποκάλυψε μια σημαντική σύνδεση μεταξύ της ομάδας αίματος των εγκύων γυναικών και του κινδύνου πρόωρου τοκετού.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο npj Biofilms and Microbiomes, βασίστηκε σε περισσότερα από 74.000 ανώνυμα αρχεία μητρότητας, καθώς και σε δεδομένα από εγκυμοσύνες υψηλού κινδύνου.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη την εθνικότητα, η οποία είναι γνωστό ότι επηρεάζει τόσο την επικράτηση της ομάδας αίματος όσο και τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού, διασφαλίζοντας ότι τα αποτελέσματα δεν θα καθοδηγούνται από τις πληθυσμιακές διαφορές.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι γυναίκες με ομάδες αίματος Β και Ο παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο πρόωρου τοκετού, ενώ οι γυναίκες με ομάδα αίματος Α φαίνεται να έχουν χαμηλότερο κίνδυνο.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η προστατευτική επίδραση της ομάδας αίματος Α συνδέεται με τα υψηλότερα επίπεδα ενός «καλού» βακτηρίου που βρίσκεται στο κολπικό μικροβίωμα, του Lactobacillus crispatus, καθώς και με χαμηλότερα επίπεδα φλεγμονής, δύο κρίσιμοι παράγοντες για μια εγκυμοσύνη χωρίς επιπλοκές.
Επίδραση υποκείμενων παραγόντων κινδύνου
Η μελέτη έδειξε ότι η συσχέτιση μεταξύ της ομάδας αίματος και του κινδύνου πρόωρου τοκετού διαφοροποιείται ανάλογα και με άλλους υποκείμενους παράγοντες κινδύνου. Όπως διαπιστώθηκε:
• Στις γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε προηγούμενη χειρουργική επέμβαση στον τράχηλο, η ομάδα αίματος Β σχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο.
• Στις γυναίκες με ιστορικό όψιμης αποβολής ή προηγούμενου πρόωρου τοκετού, η ομάδα αίματος Ο σχετίστηκε με τον υψηλότερο κίνδυνο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αν και δεν διαπιστώθηκε αιτιώδη συνάφεια, τα ευρήματα αποτελούν ισχυρή ένδειξη γενετικής σύνδεσης με τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Η έρευνα υποδηλώνει ότι η ομάδα αίματος ABO – που ελέγχεται τακτικά νωρίς στην εγκυμοσύνη – θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει στην κατηγοριοποίηση του κινδύνου πρόωρου τοκετού, ειδικά όταν λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό και με άλλους κλινικούς παράγοντες.
