Listen to this article

Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Η νόσος του Crohn είναι μια εξουθενωτική χρόνια φλεγμονώδης νόσος του πεπτικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή του γαστρεντερικού σωλήνα. Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη νόσο του Crohn και στόχος των θεραπευτικών επιλογών είναι η ανακούφιση των ασθενών από τα συμπτώματα και η αναχαίτιση της πορείας της.

Αν και η υποκείμενη αιτία της νόσου παραμένει άγνωστη, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου του Crohn όπως οι βακτηριακές αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου – που ευνοούν ένα φλεγμονώδες περιβάλλον -, η κληρονομικότητα, ορισμένες διαταραχές στο ανοσοποιητικό σύστημα, το κάπνισμα, η διατροφή πλούσια σε λιπαρά και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

Για πρώτη φορά ωστόσο, ερευνητική ομάδα από το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, εντόπισε συσχέτιση της νόσου του Crohn με τον εξαιρετικά διαδεδομένο ιό Epstein-Barr (EBV).

Εκτιμάται ότι το 90% των ανθρώπων παγκοσμίως είναι φορείς του ιού Epstein-Barr, ένα είδος ερπητοϊού που προκαλεί λοιμώδη μονοπυρήνωση, μια ασθένεια γνωστή και ως η «νόσος του φιλιού». Εξαπλώνεται κυρίως μέσω των σωματικών υγρών, ιδίως του σάλιου, και οι πιο πολλοί από όσους έχουν τον ιό, δεν το ξέρουν, καθώς η λοίμωξη είναι συχνά ασυμπτωματική. 

Oι πρωτεΐνες που παράγει ο ιός Epstein-Barr αλληλεπιδρούν ποικιλοτρόπως με το ανθρώπινο DNA, ενεργοποιώντας τα γονίδια κινδύνου για διάφορες παθήσεις, με συνέπεια να αυξάνεται κατά πολύ ο γενετικός κίνδυνος για την εκδήλωση των παραπάνω ασθενειών. Πολυάριθμες έρευνες έχουν συσχετίσει το συγκεκριμένο ιό με μια σειρά από παθήσεις, μεταξύ των οποίων ο ερυθηματώδης λύκος, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η νεανική ιδιοπαθής αρθρίτιδα, η κοιλιοκάκη και ο διαβήτης τύπου 1.

Ο ιός Epstein-Barr τριπλασιάζει τον κίνδυνο για νόσο του Crohn

Ερευνητές από το Τμήμα Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης θέλησαν να διερευνήσουν εάν υπάρχει πιθανή συσχέτιση ανάμεσα στον ιό Epstein-Barr και τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου.

Αρχικά, ανέλυσαν δεδομένα δειγμάτων ορού από μια μεγάλη ομάδα υγιών ενηλίκων ηλικίας 20 έως 24 ετών με την μέθοδο VirScan, έναν προσδιορισμό υψηλής απόδοσης που αναπτύχθηκε από τον συν-συγγραφέα της μελέτης Stephen Elledge, PhD, στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. Το VirScan επιτρέπει την ανίχνευση αντισωμάτων έναντι ενός ευρέος φάσματος ιών, παρέχοντας σημεντικές πληροφορίες για την έκθεση σε ιούς.

Τα ευρήματα έδειξαν ότι, οι συμμετέχοντες που βρέθηκαν θετικοί για αντισώματα κατά του ιού Epstein-Barr είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν τελικά νόσο του Crohn.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές αναζήτησαν αντισώματα κατά του ιού Epstein-Barr σε μια δεύτερη ομάδα μελέτης με περισσότερα από 5.000 παιδιά, με μέση ηλικία τα 11 έτη. Όλα τα παιδιά είχαν συγγενείς πρώτου βαθμού με νόσο του Crohn.

Σε αυτήν την περίπτωση τα ευρήματα έδειξαν ότι ο ιός Epstein-Barr δεν ήταν στατιστικά σημαντικός προγνωστικός παράγοντας μιας επακόλουθης διάγνωσης της νόσου του Crohn.

«Υποθέτουμε ότι η ύπαρξη συγγενών πρώτου βαθμού με νόσο του Crohn θα μπορούσε ήδη να έχει εκθέσει τα παιδιά σε αυξημένο κίνδυνο, λόγω κοινών γενετικών ή περιβαλλοντικών παραγόντων. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι ο ιός Epstein-Barr επηρεάζει διαφορετικά το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών, ίσως επειδή τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν μολυσματικό μονογονίδιο όταν εκτίθενται. Η ανταπόκριση σε ορισμένους οργανισμούς νωρίς στη ζωή μπορεί να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα με τρόπο που αποτρέπει τις ασθένειες που προκαλούνται από το ανοσοποιητικό», εξηγεί ο Δρ. Scott Snapper, MD, PhD, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και διευθυντής του Κέντρου Φλεγμονωδών Νοσημάτων του Εντέρου στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανακάλυψη της σχέσης μεταξύ του ιού Epstein-Barr και της νόσου του Crohn έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανόηση της  νόσου. Ωστόσο, όπως τονίζουν, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί πώς ο ιός Epstein-Barr μεταβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα σε μοριακό επίπεδο, οδηγώντας τελικά στη νόσο του Crohn. Ο εντοπισμός αυτών των καθοριστικών μηχανισμών θα προσφέρει στόχους για μελλοντικές εξατομικευμένες και πιο αποτελεσματικές θεραπείες.

Πηγή: Gastroenterology 

Share.
Exit mobile version