Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Η συνολική κατανάλωση φαρμάκων για τη ρύθμιση της χοληστερίνης αυξήθηκε κατά 70,5% μέσα σε οκτώ χρόνια, από το 2016 μέχρι το 2024. Αυτό δείχνει η φαρμακοεπιδημιολογική μελέτη που θα παρουσιαστεί την ερχόμενη Τρίτη 9 Δεκεμβρίου στις 5.30 το απόγευμα στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας σε 3λεπτη παρουσίαση.
Η μελέτη που διεξήχθη από τον κ. Πάνο Ζαρογουλίδη, Φαρμακοποιό MBA, MSc ΠΦΥ & Κοινωνική Ιατρική — Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ) στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας: Κοινωνική Ιατρική και Φαρμακευτική Φροντίδα με Διευθυντή, τον Κοσμήτορα της Σχολής Επιστημών Υγείας και Διευθυντή του Εργαστηρίου Υγιεινής και Προστασίας Περιβάλλοντος, κ. Θόδωρο Κωνσταντινίδη -Τμήμα Ιατρικής, ΔΠΘ, καταλήγει σε μία σειρά από πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα που αφορούν τόσο τη νοοτροπία στην αντιμετώπιση αυτού του σημαντικού προβλήματος υγείας όσο και τις επιπτώσεις των παρατηρούμενων αλλαγών στα οικονομικά της υγείας.
Μέσα από την ανάλυση των δεδομένων πωλήσεων ιδιωτικών φαρμακείων όπως αυτά συλλέχθηκαν από την εταιρία IQVIA Hellas για την περίοδο 2016-2024 η εργασία χαρτογραφεί την πορεία της συνταγογράφησης των αντιυπερλιπιδαιμικών φαρμάκων στη χώρα μας, αναδεικνύοντας κρίσιμες αλλαγές στη θεραπευτική πρακτική.
Ευθυγράμμιση με τις αυστηρότερες κατευθυντήριες οδηγίες
Η δυσλιπιδαιμία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τροποποιήσιμους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Στην Ελλάδα, η ισχαιμική καρδιοπάθεια αποτελεί την 1η αιτία θανάτων με 251,5 θανάτους ανά 100000 κατοίκους και το σύστημα υγείας καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για βέλτιστη θεραπεία και την ορθολογική διαχείριση των πόρων.
Παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, τα στοιχεία της έρευνας έδειξε μεγάλη αύξηση της συνολικής κατανάλωσης φαρμάκων για τη ρύθμιση της χοληστερίνης που φτάνει το 70,5% μέσα σε οκτώ χρόνια, το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Αντιθέτως, υποδηλώνει ότι το ελληνικό σύστημα υγείας και οι πολίτες ευθυγραμμίζονται με τις αυστηρότερες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής Καρδιολογικής εταιρίας. Οι γιατροί λοιπόν δεν περιμένουν το έμφραγμα για να δράσουν, αλλά χορηγούν αγωγή νωρίτερα, στοχεύοντας σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα της «κακής» (LDL) χοληστερόλης, για την συντομότερη επίτευξη των θεραπευτικών στόχων με σκοπό την μείωση του 10ετούς καρδιαγγειακού κινδύνου όπως αυτός υπολογίζεται από το Hellenic score II.
Το σημαντικότερο εύρημα της μελέτης είναι η σαφής ποιοτική στροφή των Ελλήνων ιατρών και κατ’ επέκταση και των ασθενών με αύξηση στην κατανάλωση των στατινών.
Τέλος εποχής για τις παλιές θεραπείες και επανάσταση των 2 σε 1
Ωστόσο πέρα από αυτό το εύρημα, η μελέτη καταγράφει την αλλαγή κουλτούρας και σαφή στροφή προς τις στατίνες υψηλής έντασης με χαρακτηριστικό παράδειγμα την μείωση της πωλούμενης ποσότητας σιμβαστατίνης στο μισό (- 48%) και την παράλληλη αύξηση της ισχυρότερης Ροσουβαστατίνης κατά 346%.
Επίσης ένα άλλο εύρημα είναι πως υπάρχει μία ραγδαία αύξηση των σταθερών συνδυασμών που συνδυάζουν την λήψη δυο δραστικών ουσιών σε ένα χάπι ( συνήθως μια στατίνη μαζί με εζετιμίμπη). Η χρήση τους πενταπλασιάστηκε (+363%) από το 2016 με κυριότερο οδηγό τον συνδυασμό εζετιμίμπης/ροσουβαστατίνης που αυξήθηκε σε κατανάλωση 97 φορές από το 2019 μέχρι το 2024. Πρόκειται για «μια σημαντικότατη και ευεργετική εξέλιξη για των καθημερινότητα των ασθενών», όπως αναφέρεται στη μελέτη.
Περισσότερη υγεία με λιγότερα χρήματα – αύξηση χρήσης γενοσήμων
Η μελέτη κατέληξε και σε σημαντικά ευρήματα για το κόστος, τα οποία χαρακτηρίζονται ως «ευχάριστη έκπληξη». Παρόλο που η κατανάλωση φαρμάκων αυξήθηκε εντυπωσιακά, το μέσο κόστος ανά ημέρα θεραπείας μειώθηκε σημαντικά. Η μέση τιμή στις στατίνες έπεσε κατά 37% και στους συνδυασμούς κατά 40%.
Η ωρίμανση της αγοράς επέτρεψε στο σύστημα υγείας να προσφέρει θεραπείες σε πολύ περισσότερους πολίτες, χωρίς να εκτροχιαστεί η δημόσια δαπάνη. Τα στοιχεία της μελέτης αποκαλύπτουν μια ενδιαφέρουσα δυναμική: η αύξηση στη φαρμακευτική κάλυψη του πληθυσμού τροφοδοτήθηκε τόσο από τα γενόσημα όσο και από τα πρωτότυπα φάρμακα, με τα πρώτα να διατηρούν και να διευρύνουν την κυριαρχία τους. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση των γενοσήμων (Generics) αυξήθηκε εντυπωσιακά από τις 76,60 δόσεις ανά 1000 κατοίκους το 2016 στις 141,11 δόσεις το 2024, σημειώνοντας άνοδο 84%. Παράλληλα, και τα πρωτότυπα (Brands) ακολούθησαν ανοδική πορεία, ξεκινώντας από τις 54,25 δόσεις το 2016 και φτάνοντας τις 82,08 δόσεις το 2024 (+51%). Το εύρημα αυτό δείχνει ότι η αγορά των αντιυπερλιπιδαιμικών στην Ελλάδα αναπτύχθηκε συνολικά: τα γενόσημα κάλυψαν τον κύριο όγκο της νέας ζήτησης (ειδικά σε μόρια όπως η ροσουβαστατίνη), ενώ τα πρωτότυπα διατήρησαν τη θέση τους, χάρη στην εισαγωγή των νέων, καινοτόμων θεραπειών και των συνδυασμών. Πλέον, το 2024, για κάθε 100 ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία, οι 63 λαμβάνουν γενόσημο και 37 πρωτότυπο σκεύασμα.
Σε ευθυγράμμιση με τις υπόλοιπες διεθνείς μελέτες, οι νεότερες ακριβότερες και πολύ αποτελεσματικές νέες θεραπείες των βιολογικών παραγόντων (PCSK9) κινούνται σε χαμηλά επίπεδα κατανάλωσης, λόγω των αυστηρών περιορισμών στις ενδείξεις συνταγογράφησής τους, αλλά παρουσιάζουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (48%) και αύξηση +455% τα τελευταία 3 έτη.
Χάσμα
Η δυσλιπιδαιμία σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες που εκπονήθηκαν στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας ανεδείχθη ως μείζον και συχνά αδιάγνωστο πρόβλημα δημόσιας υγείας στην Ελλάδα Η μελέτη HNNHS (2013-2015) κατέγραψε επιπολασμό δυσλιπιδαιμίας στο 20,7% του πληθυσμού, με το ανησυχητικό εύρημα ότι το 64,5% των πασχόντων αγνοούσε την κατάστασή της υγείας του. Από όσους λάμβαναν θεραπεία, λιγότεροι από τους μισούς (46,6%) πετύχαιναν τους στόχους ρύθμισης των λιπιδίων. Σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα κυμάνθηκαν τα ευρήματα της μελέτης ΕΜΕΝΟ (2013-2016), η οποία βασίστηκε σε αιματολογικούς ελέγχους και εντόπισε ότι πάνω από το 50% των Ελλήνων ενηλίκων (συγκεκριμένα 60,2% για την υπερχοληστερολαιμία) παρουσιάζει κάποιου τύπου διαταραχή των λιπιδίων (κυρίως ολική χοληστερόλη ≥200 mg/dL). Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν το μεγάλο χάσμα μεταξύ της πραγματικής συχνότητας της νόσου και των διαγνώσεων καθώς και την ανάγκη παρέμβασης για την βελτίωση της φαρμακευτικής φροντίδας των ασθενών με σαφή στόχο την μείωση των θανατηφόρων επεισοδίων ισχαιμικής καρδιοπάθειας τα οποία παραμένουν ακόμα σε σταθερά επίπεδα ενώ ακόμα αναμένουμε την θετική επίπτωση των αλλαγών αυτών στον δείκτη θνητότητας.
