«Άλλο η τιμή ενός φαρμάκου κι άλλο το τι θα αποφασίσει να θυσιάσει το κράτος από τον προϋπολογισμό του, για να έχει ποιοτική ζωή ο ασθενής μέσω της κάλυψης της συμμετοχής».

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

Με αφορμή την έναρξη ισχύος των νέων αυξημένων τιμών σε εκατοντάδες πολύ φθηνά φάρμακα, στις 26 Αυγούστου, η κ. Ευγενία (Τζένη) Μαυρίδη, Γενική Γραμματέας του Πειραϊκού Φαρμακευτικού Συνεταιρισμού (ΠΕΙΦΑΣΥΝ) και αντιπρόσωπος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Πειραιά στον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο μίλησε στο ραδιόφωνο Κόκκινο fm.

Αν και όπως είπε η λέξη «αυξήσεις» είναι πολύ κακή για τον καταναλωτή, πόσο μάλλον για τον ασθενή που δεν έχει και το περιθώριο επιλογής, υποστήριξε ότι θα πρέπει να εξετάσει κανείς με προσοχή το θέμα.

Όπως είπε πριν φτάσουμε να δαιμονοποιήσουμε τη λέξη πρέπει να σκεφτούμε πόσες φορές τον τελευταίο χρόνο κυρίως, έχουμε φτάσει στο φαρμακείο, και το φάρμακο που αναζητούμε διακαώς, δεν υπάρχει. «Δεν υπάρχει γιατί έχει έλλειψη. Δεν υπάρχει διότι είμαστε η φθηνότερη χώρα κατά μέσο όρο τιμών στην Ευρώπη και τα φάρμακά μας είναι απολύτως δελεαστικά για εξαγωγή στο εξωτερικό. Δεν υπάρχει γιατί το κοστολόγιο με τις οριζόντιες μειώσεις (σ.σ. τιμών) που ορθώς συνέβησαν την εποχή της κρίσης, έφτασε σε ένα σημείο όπου δεν δημιουργείται κίνητρο στο να παρασκευαστούν αυτά τα φτηνά φάρμακα, τα οποία είναι δοκιμασμένα για πολλές δεκαετίες. Κάποια από αυτά μάλιστα είναι μοναδικά και αναντικατάστατα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναγκάζεται το ΙΦΕΤ (σ.σ. Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας) να κάνει εισαγωγές από το εξωτερικό σε πολλαπλάσια τιμή – πολλές φορές 10 και 15 φορές πάνω από την τιμή που έχει το φάρμακο στην Ελλάδα που σημαίνει ότι τελικά δεν εξοικονομούνται λεφτά λόγω της μείωσης της τιμής».

Όπως είπε είναι η κ. Μαυρίδη, είναι σημαντικό να σκεφτεί κάποιος «ότι πρέπει να κινητοποιηθούν οι εταιρείες λόγω του νέου κοστολογίου -που θα το κάνουν γιατί εκείνοι ζήτησαν την αύξηση- να ξαναφέρουν στην αγορά πολλά από αυτά τα φάρμακα. Δεν μιλάμε για έναν ενεργό κατάλογο φαρμάκων που απλά παίρνουν 20% ή και 100% αύξηση στην τιμή. Είναι φάρμακα που δεν βρίσκαμε στην αγορά. Είναι κάποια αντιβιοτικά που όλοι βασανιζόσασταν όπως κι εμείς ολημερίς για να τα μπορέσουμε να τα εξασφαλίσουμε στους πελάτες, κολλύρια, αντιβιοτικές οφθαλμικές σταγόνες…»

Για την κ. Μαυρίδη είναι σημαντικό να σκεφτεί κανείς, για πόσα φαρμακευτικά προϊόντα τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες έχουμε ζήσει διαδοχικές μειώσεις και καμία αύξηση;

Οι μειώσεις τιμών είναι φυσιολογικές σε προϊόντα που έχουν αντικατασταθεί  με άλλα πιο σύγχρονα και αποτελεσματικά λόγω της προόδου της επιστήμης και της τεχνολογίας καθώς προχωρά ο κύκλος ζωής, στην Ελλάδα ωστόσο, σύμφωνα με την κ. Μαυρίδη «η κατρακύλα των τιμών ήταν τόσο μεγάλη συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη ώστε να έχουμε κατά μέσο όρο το φθηνότερο φάρμακο στην Ευρώπη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο Έλληνας καταναλωτής το στερείται καθώς για τις εταιρείες δεν έχει κανένα νόημα να παραχθεί παρά μόνο από υποχρεωτικές διαδικασίες και επίσης καλώς ή κακώς φεύγει στο εξωτερικό για να έχουν υπερκέρδη οι εταιρείες του εξωτερικού. Αυτό έπρεπε κάπως να εξισορροπηθεί. Δεν ήταν επιλογή ανάμεσα σε διάφορες επιλογές. Ήταν μονόδρομος. Αν δεν πάει το φάρμακο από το ένα ευρώ στα δύο η εταιρεία δεν θα το παράξει».

Πάντως η κ. Μαυρίδη στο σχόλιο ότι αυτό δεν θα έπρεπε να συμβαίνει με ένα προϊόν που έχει να κάνει με την υγεία είπε ότι «άλλο η τιμή ενός φαρμάκου άλλο το πόσο το κράτος θα αποφασίσει να θυσιάσει από τον προϋπολογισμό του, για να έχει ποιοτική ζωή ο ασθενής μέσω της συμμετοχής και άλλο η διαφορά που έχει να κάνει με την ασφαλιστική τιμή που αποζημιώνει που και αυτό επίσης επιβαρύνει τον καταναλωτή».

Υπενθυμίζεται ότι στη λίστα των φαρμακευτικών σκευασμάτων όπου υπάρχει αύξηση της τιμής και την οποία είχε ήδη ανακοινώσει ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ) από τα τέλη Ιουλίου περιλαμβάνονται 843 φάρμακα. Για περίπου 700 σκευάσματα η αύξηση ξεπερνά το 10% και για 570 σκευάσματα η αύξηση ξεπερνά το 20%.

Exit mobile version