Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Τα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για αθηροσκλήρωση και συνδέονται με μια σειρά από σοβαρές ιατρικές καταστάσεις όπως στεφανιαία νόσο, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, περιφερική αγγειακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, αρτηριακή υπέρταση, έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Ωστόσο, όπως εξηγεί η Ειδική Παθολόγος Δρ. Αναστασία Μοσχοβάκη, οι επιδράσεις της υψηλής χοληστερίνης δεν είναι ίδιες σε όλους τους πάσχοντες.
«Η χοληστερόλη ή χοληστερίνη, όπως είναι ευρέως γνωστή, είναι μία χημική ουσία (στερόλη), που αυξάνει στον οργανισμό με την κατανάλωση λιπαρών ουσιών.
Μία συνήθης αντίληψη που επικρατεί είναι ότι κάθε αύξηση της χοληστερόλης είναι βλαπτική για τον οργανισμό και πρέπει να διορθωθεί. Ωστόσο η ομαλή λειτουργία των κυτταρικών μεμβρανών, η καλή λειτουργία των ορμονών και η πληθώρα βιοχημικών αντιδράσεων έχουν ως προαπαιτούμενο τη φυσιολογική συγκέντρωση της χοληστερίνης στον ανθρώπινο οργανισμό.
Παρά την «δαιμονοποίηση» της χοληστερίνης, σήμερα έχει γίνει πλέον σαφές, ότι η μείωση της χοληστερόλης δεν είναι επιθυμητός στόχος σε κάθε περίπτωση αύξησης και δεν οδηγεί σε παράταση της προσδοκίας σε όλα τα άτομα. Ορισμένες μελέτες μάλιστα συνδέουν τα χαμηλά επίπεδα χοληστερόλης με την αύξηση της θνησιμότητας από ορισμένα νοσήματα. Αυτό αντανακλά το σύνθετο ρόλο της χοληστερόλης στον οργανισμό.
Από το 1990 σταδιακά έως και σήμερα, έχει γίνει σαφές ότι οι επιδράσεις της υψηλής χοληστερόλης δεν είναι ίδιες σε όλους τους πάσχοντες. Έχει γίνει αντιληπτό στην επιστημονική κοινότητα ότι η υψηλή χοληστερόλη από μόνη της δεν αρκεί για να βλάψει τον οργανισμό, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλοι παράγοντες που προκαλούν δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, ο κίνδυνος της ανάπτυξη της οποίας πρέπει να υπολογίζεται πάντα κατά τον θεραπευτικό χειρισμό των πασχόντων από υψηλή χοληστερόλη.
Παρά το γεγονός ότι η χοληστερίνη όταν συσσωρεύεται στο τοίχωμα των αρτηριών συντελεί στην ανάπτυξη της αρτηριοσκλήρυνσης, η διεργασία αυτή δεν γίνεται νομοτελειακά σε όλα τα άτομα που έχουν υψηλή χοληστερίνη. Το ενδοθήλιο των αρτηριών διαθέτει σημαντικούς μηχανισμούς απομάκρυνσης και απομάκρυνσης της χοληστερόλης και μόνο η αύξηση των επιπέδων της χοληστερόλης δεν αρκεί για να πυροδοτηθεί η βλαπτική αυτή διαδικασία.
Πότε μας ωφελεί και πότε μας βλάπτει η υψηλή χοληστερίνη
Για την εκτίμηση της βλαπτικότητας και της χρησιμότητας της αυξημένης χοληστερόλης σε έναν οργανισμό θα πρέπει να εξεταστεί:
• Η μελέτη των λιποπρωτεϊνών με τις οποίες η χοληστερόλη μεταφέρεται στο αίμα. Στο αίμα η χοληστερόλη μεταφέρεται με λιποπρωτεΐνες φορείς. Στην κλινική πράξη ιδιαιτέρως σημαντικές είναι οι λιποπρωτεΐνες HDL και LDL . Η λιποπρωτεΐνη LDL δρα βλαπτικά αποδίδοντας την αυξημένη χοληστερόλη στην αρτηρία, ενώ η HDL είναι ωφέλιμη γιατί απομακρύνει την αυξημένη χοληστερόλη από την αρτηρία προστατεύοντας την από εναποθέσεις.
• Η διερεύνηση παραγόντων που αλλοιώνουν τους τοπικούς μηχανισμούς άμυνας της αρτηρίας, προκαλώντας δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και εναποθέσεις χοληστερίνης. Οι πιο κοινοί από τους παράγοντες αυτούς είναι το κάπνισμα, η υψηλή πίεση, το αυξημένο σάκχαρο, το μεταβολικό σύνδρομο, η δυσμενής κληρονομικότητα.
• Η μελέτη της ακεραιότητας των μηχανισμών που έχουν καθοριστική σημασία στην ομαλή απομάκρυνση της περίσσειας της χοληστερόλης από το σώμα. Η ομαλή λειτουργία της χολής είναι σημαντική στο επίπεδο αυτό διότι η παράγωγή και η έκκριση της χολής αποτελεί τον πιο σημαντικό μηχανισμό για τον μεταβολισμό και την απομάκρυνση της χοληστερόλης από τον οργανισμό».
