Ενώ διανύουμε μια περίοδο που, τουλάχιστον στη χώρα μας, η δουλειά αγγίζει συχνά τα όρια της δουλείας, μια νέα μελέτη έρχεται να βάλει «φιτίλι» στη σκέψη μας  και να ρίξει φως στις ψυχικές μας ανάγκες. Και αυτές δεν είναι ούτε η δουλειά, ούτε το χρήμα.

«Εάν δεν έζησα περισσότερο, ήταν επειδή δεν μου έδωσα χρόνο». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Γάλλου συγγραφέα Μαρκήσιου Ντε Σαντ, τα οποία παρόλο που ειπώθηκαν το 18ο αιώνα, σήμερα φαντάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ.

Κι αυτό, γιατί κατά βάθος αντιλαμβανόμαστε (ακόμα κι αν δεν θέλουμε να το συνειδητοποιήσουμε) ότι περιγράφουν την πραγματικότητα που ζούμε και προβλέπουν τη μετάνοια της ύστατης στιγμής.

Κι ενώ η φιλοσοφία έχει ήδη βγάλει το «πόρισμά» της, η επιστήμη φαίνεται να συμφωνεί.

Μια έρευνα, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από την Εταιρεία για την Προσωπικότητα και την Κοινωνική Ψυχολογία, διαπίστωσε ότι το χρήμα δεν αποτελεί εγγύηση για την ευτυχία.  Αντίθετα, όταν οι άνθρωποι δίνουν αξία στο χρόνο τους και τον εκμεταλλεύονται ποιοτικά νιώθουν περισσότερη ευημερία και ικανοποίηση από τη ζωή.

Όπως έδειξαν τα αποτελέσματά της, λίγο περισσότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες έδιναν προτεραιότητα στον ελεύθερο χρόνο τους, σε σχέση με το χρήμα, με τους ηλικιωμένους να είναι πιο πιθανό να «πρωτοστατούν» σε αυτό.  «Καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν, συχνά θέλουν να περνούν το χρόνο τους με πιο ουσιαστικό τρόπο από το να επιδιώκουν να κάνουν χρήματα», εξηγεί η επικεφαλής ερευνήτρια Ashley Whillans, από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί, όταν οι άνθρωποι γερνούν, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος και ότι θα πρέπει να ζουν στο έπακρο την κάθε στιγμή.

Όμως, αυτό ισχύει για όλους. Γιατί κανείς δεν ξέρει πόσος χρόνος του απομένει. Εάν επενδύσει τη ζωή του στη δουλειά, μπορεί να αποκτήσει έναν παχυλό τραπεζικό λογαριασμό (αν και αυτό είναι εντόνως αμφισβητούμενο στις μέρες μας), αλλά η ζωή του θα στερείται τη χαρά και τη διασκέδαση.

Ναι, οι καιροί είναι δύσκολοι και δεν αφήνουν περιθώρια και επιλογές. Αλλά τουλάχιστον αυτοί που μπορούν να επιλέξουν, ας επιλέξουν τη ζωή. Έστω κι αν πρόκειται για μικρές καθημερινές «δόσεις».

*Η έρευνα, η οποία συμπεριέλαβε 6 διαφορετικές μελέτες με περισσότερους από 4.600 συμμετέχοντες, δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Social Psychological and Personality Science.

Έφη Τσιβίκα

Share.
Exit mobile version