ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ

Κωνσταντίνος Βαρδιάμπασης , πρόεδρος ΦΣ Ρεθύμνου: «Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική κινήτρων για τα γενόσημα»

Κωνσταντίνος Βαρδιάμπασης , πρόεδρος ΦΣ Ρεθύμνου:  «Δεν υπήρξε ποτέ πολιτική κινήτρων για τα γενόσημα»

Mε αφορμή την απόφαση Πολάκη για ελάχιστα μηνιαία ποσοστά συνταγογράφησης γενοσήμων ο κ. Βαρδιάμπασης σχολιάζει:   

«Ακόμη κι ένα αστείο κίνητρο που αποφασίστηκε για τους φαρμακοποιούς δεν εφαρμόστηκε ποτέ».

Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο

 

Με την απόφαση του Παύλου Πολάκη, ορίζονται τα ελάχιστα μηνιαία ποσοστά συνταγογράφησης γενοσήμων φαρμάκων, σε όγκο και συσκευασίες, ανά θεραπευτική ομάδα και τρόπο χορήγησης.
Η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων στη χώρα μας αποτελεί ένα στοίχημα που εδώ και χρόνια γίνεται προσπάθεια να κερδηθεί, χωρίς ωστόσο το επιθυμητό αποτέλεσμα καθώς η διείσδυση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη με ποσοστό μικρότερο του 40%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση των “18” βρίσκεται στο 67%.

Και βέβαια σε όλη αυτήν την προσπάθεια εμπλέκεται και ο φαρμακοποιός.

Με αφορμή την απόφαση Πολάκη το DailyPharmaNews απευθύνθηκε στο πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Ρεθύμνου κ. Κωνσταντίνο Βαρδιάμπαση και του ζήτησε να τη σχολιάσει. Ο κ. Βαρδιάμπασης εξήγησε ότι η επιτυχία έχει να κάνει με την εγκυρότητα των στοιχείων πάνω στα οποία βασίζεται. Σε κάθε περίπτωση θεωρεί ότι για να πετύχει μία πολιτική πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να ενημερώνονται, να συμφωνούν και να προχωρούν στην εφαρμογή των όσων συμφωνήθηκαν. Αποκαλύπτει δε ότι τη στιγμή που κάποια στιγμή γινόταν κουβέντα για κίνητρα σε όλους, ιατρούς, φαρμακοποιούς και ασθενείς, επιβλήθηκε ένα τελείως άδικο rebate 0,8% στους φαρμακοποιούς ενώ ένα μικρό κίνητρο που κάποια στιγμή είχε αποφασιστεί να τους δοθεί, στην πράξη δεν εφαρμόστηκε.  

«Παγκοσμίως όλα τα κράτη και όλα τα συστήματα υγείας προσπαθούν να ενισχύσουν τις πολιτικές γενοσήμων με σκοπό τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης» ανέφερε ο κ. Βαρδιάμπασης.

Και συνέχισε σ’ ένα γενικό περίγραμμα της πολιτικής των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας για τα γενόσημα: «Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σωστά πράγματα αλλά έχουν γίνει και πράγματα που έχουν τα τελείως αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που αρχικώς επιδίωκαν. Ένα σωστό μέτρο είναι η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία.  Δεν μπορείς να προωθήσεις πολιτική γενοσήμων εάν  δεν τηρείς απαρέγκλιτα και χωρίς “αστεράκια” τη συνταγογράφηση βάσει της δραστικής ουσίας. Και το λέω αυτό γιατί και εδώ έχουμε τα παράπονά μας ως φαρμακοποιοί, υπάρχουν προβλήματα, είναι γνωστά, ελπίζω να διορθωθούν στο μέλλον με τη βοήθεια και τη συνδρομή της ΗΔΙΚΑ και του ΕΟΠΥΥ. Το επόμενο που έγινε και πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι μία στρατηγική σημασία ήταν η διαφορά των τιμών. Πριν τα μνημόνια, τα γενόσημα είχαν ακριβώς την ίδια τιμή με τα πρωτότυπα φάρμακα, κάτι που προφανώς ήταν στρεβλό. Όμως, ενώ εξορθολογήθηκε αυτό, πήγαμε σε κάτι το οποίο ήταν τελείως λάθος και αναφέρομαι στην τιμολόγηση κάποιων γενοσήμων φαρμάκων με τιμές εξαιρετικά χαμηλές. Υπάρχουν πλέον φάρμακα που κοστίζουν κάτω από ένα ευρώ. Πολύ χαρακτηριστικά η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας αναφέρει ότι υπάρχουν πάρα πολλά φάρμακα ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών που κοστίζουν λιγότερο απ’ ό,τι ένα κουτί τσίχλες. Εδώ μιλάμε για κάτι που ξεκινάει σωστά και καταλήγει σε κάτι στρεβλό και δημιουργεί άλλα προβλήματα. Και φυσικά, όταν υπάρχουν εκβιαστικές συνθήκες και καταστάσεις από πλευράς του υπουργείου ή έστω βεβιασμένες τότε δημιουργούνται δευτερογενώς άλλα προβλήματα. Ένα παράδειγμα και είναι πολύ γνωστό αφορά τις ελλείψεις φαρμάκων. Υπάρχουν φάρμακα τα οποία δεν μπορούμε να τα βρούμε με τίποτα. Τα ψάχνουμε οι φαρμακοποιοί κάθε μέρα».

Στη συνέχεια ο κ. Βαρδιάμπασης μίλησε για την Απόφαση Πολάκη. «Πάμε τώρα στην υπουργική απόφαση αυτή καθαυτή. Έχει γίνει μία μελέτη σύμφωνα με την οποία καθορίζονται τα ποσοστά που αναγράφονται στην απόφαση. Εάν αυτά είναι αντικειμενικά –εγώ δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω και να το κρίνω, θα το κρίνουν οι αντίστοιχες ιατρικές ειδικότητες – τότε έχει μία λογική βάση. Εάν όμως δεν είναι αντικειμενικά, εάν δηλαδή σε κάποιες περιπτώσεις, σε κάποιους νομούς, σε κάποιες θεραπευτικές κατηγορίες αυτή η κίνηση είναι πολύ φιλόδοξη από πλευράς Υπουργείου ή είναι εκβιαστική ή πιεστική, τότε είναι σίγουρο ότι θα αποτύχει όπως απέτυχαν και άλλες παρόμοιες προσπάθειες».

Και βέβαια ο πρόεδρος του ΦΣ Ρεθύμνου μίλησε για τους φαρμακοποιούς και για τη στάση της πολιτείας απέναντί τους, πάντα σε σχέση με την πολιτική για την αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων. «Από πλευρά μας οι φαρμακοποιοί δεν μπορούμε να επηρεάσουμε το κομμάτι εκείνο της συνταγογράφησης το οποίο επηρεάζεται από τον γιατρό, με ευθύ ή με έμμεσο τρόπο. Ο ευθύς τρόπος είναι το κλείδωμα της συνταγής και ο έμμεσος διάφορα ευφάνταστα που εφευρίσκουν κάποιοι γιατροί προκειμένου να επιλέξουν εκείνοι κάποια συγκεκριμένη εταιρεία. Μπορούμε να τα επηρεάσουμε οι φαρμακοποιοί, όταν συντρέχουν οι ιδανικές συνθήκες, όταν δεν συντρέχουν δεν μπορούμε να τα επηρεάσουμε. Έτσι λοιπόν ήταν και είναι τελείως άδικο το ποσοστό 0,8% που κρατάει ο ΕΟΠΥΥ ως επιπλέον rebate για τα πρωτότυπα. Και φυσικά δεν είναι μικρό το ποσό γιατί το ποσοστό  αυτό είναι επί της λιανικής τιμής του φαρμάκου, δεν είναι επί του ποσού που πληρώνει ο ΕΟΠΥΥ. Ξέρετε ένα χαρακτηριστικό αντιθρομβωτικό πρωτότυπο φάρμακο το οποίο κοστίζει 14 ευρώ, το rebate, αυτό το ποσοστό, το πρόστιμο, θα το πληρώσει ο φαρμακοποιός για τα 14 ευρώ, όχι για τα 6 ευρώ που καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ. Επομένως αυτό και μόνο φανερώνει ότι ο ΕΟΠΥΥ το rebate το επέβαλε για καθαρά εισπρακτικούς λόγους, δεν το έκανε για να προωθήσει τα γενόσημα. Είναι σαφές αυτό. Και βέβαια ούτε λόγος για αυτό που έγραφαν προηγούμενοι ψηφισθέντες νόμοι περί κινήτρων σε όλους τους εμπλεκομένους δηλαδή κίνητρα και στους ιατρούς και στους φαρμακοποιούς και στους ασθενείς».

Ο κ. Βαρδιάμπασης εκφράζει το παράπονο ότι «οι φαρμακοποιοί ουδέποτε είχαν κανένα κίνητρο. Και ένα μικρό κίνητρο που κάποια στιγμή είχε αποφασιστεί να δοθεί στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Κανένα φαρμακείο δεν έχει πάρει ποτέ έστω αυτό το ελάχιστο bonus που είχε προβλεφθεί ως έκπτωση στο rebate για τα φαρμακεία που θα ξεπερνούσαν ένα συγκεκριμένο στόχο αύξησης πωλήσεων γενοσήμων. Τα ποσά που θα εισπράτταμε ήταν ελάχιστα ανά μήνα για ένα μέσο φαρμακείο –ήταν τελείως αστείο αυτό που σκέφτηκαν, δεν άξιζε καν να το συζητήσει κανείς παρόλα αυτά ακόμη και αυτό ποτέ δεν εφαρμόστηκε.

Επιστρέφοντας λοιπόν στην αρχική ερώτηση απαντώ ότι όταν μιλάμε για πολιτικές προώθησης γενοσήμων, είναι καλό να τα λέμε έτσι σε γενικές γραμμές, όταν όμως πάμε να τις εφαρμόσουμε πρέπει να συζητούνται με όλους, όλοι να είναι σύμφωνοι για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, να μην υπάρχουν αντιδράσεις και να πετυχαίνουμε και το στόχο που βάλαμε. Για να πετύχεις ένα στόχο θα πρέπει να βρεις το εργαλείο, θα πρέπι να συζητήσεις με αυτούς που θα σε βοηθήσουν να πετύχεις το στόχο σου και μόνο έτσι θα τον πετύχεις. Αλλιώς δεν πετυχαίνεις τίποτε, ποτέ».  

Σε ό,τι αφορά τέλος το γεγονός ότι σε κάποιες θεραπευτικές κατηγορίες η διείσδυση των γενοσήμων έχει ξεπεράσει σε ποσοστό τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ο κ. Βαρδιάμπασης παρατήρησε ότι «σε κάποιες περιοχές και σε κάποια φαρμακεία θα μπορούσαν αυτά τα ποσοστά να φτάσουν και το 90% διότι έχουμε φάρμακα χαμηλού ρίσκου–ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση- ή έστω χαμηλού ψυχολογικού ρίσκου από τον ασθενή, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα φάρμακα για την γαστροπροστασία, όπου ο ασθενής δεν νοιώθει κάποια ιδιαίτερη φοβία να πάρει γενόσημο. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εύκολο ο ασθενής να πειστεί από τον ιατρό ή το φαρμακοποιό να πάρει γενόσημο  αλλά και μέσα του ο ίδιος να το αποφασίσει βλέποντας τη διαφορά της τιμής μεταξύ πρωτοτύπου και γενοσήμου.  Υπάρχουν όμως και φάρμακα όπου αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο, υπάρχουν ενδοιασμοί όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα ψυχιατρικά φάρμακα. Εκεί βλέπουμε τελικά το πόσο επηρεάζει και η διαφορά της τιμής καθώς και σε αυτήν την κατηγορία έχει αυξηθεί το ποσοστό διείσδυσης των γενοσήμων κατά την προσωπική μου εκτίμηση λόγω της μεγάλης διαφοράς των τιμών πρωτοτύπων και γενοσήμων».