Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Τα παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν χωρίσει αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο κάποια στιγμή στη ζωή τους,διαπιστώνει μια νέα μελέτη.

Κάθε χρόνο περίπου 795.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ) παθαίνουν εγκεφαλικό. Για 1 στα 5 από αυτά τα άτομα, το εγκεφαλικό είναι θανατηφόρο. Εκτιμάται ότι τα 2/3 των επιζώντων από εγκεφαλικό αντιμετωπίζουν μειωμένη κινητικότητα,  περισσότεροι από τους μισούς επιζώντες εμφανίζουν γνωστική έκπτωση και πολλοί δεν μπορούν πλέον να ζήσουν αυτόνομα και έχουν ανάγκη φροντιστή.

Αν και μελέτες έχουν διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ δυσμενών παιδικών εμπειριών και χρόνιων εκβάσεων υγείας, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφαλικού, ελάχιστες είναι οι μελέτες που έχουν διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ γονικού διαζυγίου και εγκεφαλικού σε ενήλικες χωρίς ιστορικό παιδικής κακοποίησης.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι, αγχωτικά ή τραυματικά γεγονότα που έχουν βιώσει τα παιδιά στην παιδική τους ηλικία, όπως σωματική, συναισθηματική ή σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση ή οικογενειακή δυσλειτουργία, μπορεί να επηρεάσουν τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική υγεία στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους.

Μελέτες έχουν διαπιστώσει επίσης ότι, το σοβαρό και χρόνιο στρες στην παιδική ηλικία μπορεί να αλλάξει την ανάπτυξη της ρύθμισης της κορτιζόλης στον οργανισμό, κάτι πουμπορεί να καταστήσει τους ανθρώπους ευάλωτους σε παθήσεις μελλοντικά.

Η σχέση μεταξύ διαζυγίου και κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου

Ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά, θέλησε να εξετάσει τη σχέση μεταξύ διαζυγίου και κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου σε ενήλικα άτομα που οι γονείς τους είχαν χωρίσει όταν ήταν παιδιά.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από σχεδόν 13.000 ενήλικες ηλικίας άνω των 65 ετών, το 14% των οποίων είχαν βιώσει γονικό διαζύγιο κατά την παιδική τους ηλικία. Στην μελέτη δεν συμμετείχαν άτομα που είχαν εκτεθεί σε σεξουαλική, σωματική ή άλλου είδους κακοποίηση.

Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι, τα άτομα των οποίων οι γονείς χώρισαν πριν κλείσουν τα 18 τους χρόνια είχαν 60% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο αργότερα στην ενήλικη ζωή τους συγκριτικά με τα άτομα που μεγάλωσαν με γονείς που δεν πήραν διαζύγιο.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι, το μέγεθος της συσχέτισης μεταξύ γονικού διαζυγίου και εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν συγκρίσιμο με καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό, όπως το αρσενικό φύλο, η κατάθλιψη και ο διαβήτης.

«Η μελέτη διαπίστωσε ότι, ακόμη και αφού ληφθούν υπόψη οι περισσότεροι από τους γνωστούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με το εγκεφαλικό, όπως το κάπνισμα, η σωματική αδράνεια, ο διαβήτης ή η κατάθλιψη, τα άτομα των οποίων οι γονείς είχαν χωρίσει εξακολουθούσαν να έχουν 61% υψηλότερο πιθανότητες να υποστουν εγκεφαλικό», δήλωσε η Δρ. Mary Kate Schilke, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.

«Διαπιστώσαμε επίσης με έκπληξη ότι ακόμη και όταν οι άνθρωποι δεν είχαν βιώσει σωματική και σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία και είχαν τουλάχιστον έναν ενήλικα που τους έκανε να νιώθουν ασφαλείς στο σπίτι της παιδικής τους ηλικίας, οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούσαν να είναι πιο πιθανό να πάθουν εγκεφαλικό αν οι γονείς τους είχαν χωρίσει», εξηγεί ο Δρ. Phillip Baiden, PhD, συν-συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη επιβεβαιώνει μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ του διαζυγίου και του κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου σε ενήλικα άτομα που οι γονείς τους είχαν χωρίσει όταν ήταν παιδιά. Χωρίς να είναι απόλυτα αιτιολογημένη η συσχέτιση αυτή, οι ερευνητές θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο στη συσχέτιση αυτή παίζουν οι βιολογικοί και οι κοινωνικοί παράγοντες.

Ένα περιβάλλον διαζυγίου είναι ασταθές και δημιουργεί χρόνιο άγχος στα παιδιά. Το άγχος είναι γνωστό ότι επηρεάζει το σύστημα απόκρισης του σώματος στο στρες, ιδιαίτερα τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, ο οποίος παίζει βασικό ρόλο στη ρύθμιση του στρες. Ένα απορυθμισμένο σύστημα απόκρισης του σώματος στο στρες έχει συνδεθεί, και από προηγούμενες μελέτες, με υψηλότερο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου.

Παρά το γεγονός ότι η νέα αυτή μελέτη παρουσιάζει εξαιρετικό επιστημονικό ενδιαφέρον, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα καθώς τα ευρήματα δείχνουν μόνο μια συσχέτιση και όχι άμεση αιτιώδη συνάφεια.

Πηγή:PLOS One

Share.
Exit mobile version