Στην 42η θέση μεταξύ 195 χωρών όσον αφορά την ετοιμότητα για μία επόμενη πανδημία
Η πανδημία άφησε πολλά. Καλά και άσχημα. Το σίγουρο είναι ότι μας υποψίασε. Για πράγματα που κάποτε θεωρούσαμε επιστημονική φαντασία, για πράγματα που κάποια χρόνια πίσω τα παρακολουθήσαμε σε ταινία, υπό τον τίτλο «Contagion» και τελικά είδαμε το σενάριο να συμβαίνει μπροστά μας με εμάς πρωταγωνιστές. Πόσα μας δίδαξε αυτή η περιπέτεια; Και πόσο έτοιμοι είμαστε για μία επόμενη;
Σύμφωνα με τον παθολόγο με μεγάλο ερευνητικό έργο στις λοιμώξεις Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιώργο Παππά, η Ελλάδα βρίσκεται στην 42η θέση, διατηρώντας χονδρικούς μέσους όρους βαθμολόγησης πάνω από τον μέσο όρο 195 χωρών που μελετήθηκαν, από το Global Health Security Index/GHSI. Ένα διεθνές σύστημα καταγραφής δεκάδων παραμέτρων ετοιμότητας κάθε χώρας απέναντι σε μελλοντικές επιδημίες και άλλες επείγουσες λοιμώδεις καταστάσεις, στην ανάπτυξή του οποίου συμμετέχουν διεθνείς ακαδημαϊκοί και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και think tank όπως πχ (Nuclear Threat Initiative, το Πανεπιστήμιο John Hokpins και άλλοι. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον διακεκριμένο επιστήμονα μερικά από τα βασικά συμπεράσματα για την Ελλάδα, όπως καταγράφονται από την τελευταία διαθέσιμη έκθεση του συγκεκριμένου συστήματος GHSΙ το 2021, είναι τα ακόλουθα:
– Η Ελλάδα δεν έχει οργανωμένο σύστημα παρακολούθησης της παρουσίας πολυανθεκτικών μικροοργανισμών ή υπολειμμάτων αντιβιοτικών στο έδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα
-Η Ελλάδα δεν έχει οργανωμένο σχέδιο και νομοθετικές ρυθμίσεις που να περιορίζουν ή να προβλέπουν αντίμετρα απέναντι στον κίνδυνο διάχυσης ενός παθογόνου, μιας ζωονόσου, από τα ζώα στον άνθρωπο
-Η παρακολούθηση ζωονόσων σε άγρια ζώα αξιολογείται ως θετική με βάση το παράδειγμα της λύσσας. Δεν υπάρχει όμως γενικευμένη παρακολούθηση για άλλα παθογόνα, και αντίστοιχη ενημέρωση
Η Ελλάδα είναι επαρκής στο biosafety αλλά όχι στο biosecurity
-Στον τομέα της βιοασφάλειας, η Ελλάδα είναι επαρκής στο biosafety, τις αρχές αποφυγής έκθεσης σε επικίνδυνους παράγοντες, αλλά όχι στο biosecurity, την αποτροπή ουσιαστικά ακούσιας ή εκούσιας χρήσης λοιμογόνων πχ παραγόντων από άσχετους. Δεν υπάρχει διαθέσιμο αρχείο καταγραφής αποθήκευσης ή επεξεργασίας επικίνδυνων παθογόνων και τοξινών. Δεν υπάρχει νομοθεσία που να προβλέπει τον τρόπο λειτουργίας, πρόσβασης σε αυτές, και προστασίας (περιλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής) τέτοιων δομών. Δεν υπάρχει διαθέσιμο πλαίσιο εκπαίδευσης σχετιζόμενων επαγγελματιών για τους κινδύνους και τις προϋποθέσεις χειρισμού τέτοιων επικίνδυνων παθογόνων και ουσιών. Δεν γίνεται εκτίμηση ψυχικής υγείας και εξαρτήσεων σε άτομα που δυνητικά έρχονται σε επαφή με τέτοια παθογόνα.
–Δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου διακινούμενου συνθετικού DNA (που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δόλιους σκοπούς- εδώ το πρόβλημα παραμένει παγκόσμιο, και εν μέρει εξαρτώμενο από αυτορρύθμιση των εμπλεκόμενων εταιρειών).
–Δεν υπάρχει σύστημα πρόβλεψης ανάπτυξης της συνολικής διαγνωστικής ικανότητας, σε περίπτωση επιδημίας/ πανδημίας
-Δεν έχει αναπτυχθεί δίκτυο ταχείας ιχνηλάτησης επί έκτακτων καταστάσεων. Από τον Απρίλιο του 2020, λέει ο κ. Παππάς, κάποιοι είχαμε προτείνει την ανάπτυξη ομάδων δημόσιας υγείας ταχείας δράσης, που θα μπορούσαν να στελεχώνονται από νέους υγειονομικούς, μετά από σύντομη απλή εκπαίδευση, και που θα έκαναν ιχνηλάτηση, διάγνωση πεδίου, αλλά και παρακολούθηση κατ’ οίκον νοσούντων και ενημέρωση πληθυσμού σε συνθήκες «υγειονομικής ειρήνης». Η πρόταση του GHSI είναι να υπάρχουν στην χώρα 5 επιδημιολόγοι πεδίου ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Έχει αναπτυχθεί απόθεμα μέσων ατομικής προστασίας που ανανεώνεται
Τα ερωτήματα που θέτει ο κ. Παππάς είναι αφενός εύλογα και αφετέρου καίριας σημασίας: «Σκοπεύουμε να αναπτύξουμε κάποιο πλάνο προετοιμασίας απέναντι στην Η5Ν1; Για όποιο πλάνο, έχουμε λάβει υπόψη την ανάγκη ενσωμάτωσης και ενεργοποίησης του ιδιωτικού τομέα (που στη πρωτοβάθμια περίθαλψη έπαιξε εν μέρει σημαντική άμυνα απέναντι στην υπερφόρτωση των νοσοκομείων, άνευ αναγνώρισης βέβαια, αλλά και άνευ συγκεκριμένου πλαισίου κινητοποίησης και δράσης).
Έχει γίνει απολογισμός των μέτρων που εφαρμόστηκαν στην πανδημία, της αποτελεσματικότητάς τους, των λόγων αποδοχής τους ή μη από την κοινότητα, των πιθανών αποτελεσμάτων άλλων προσεγγίσεων; Έχουμε πάρει μαθήματα; σκοπεύουμε να τα αξιοποιήσουμε; Οφείλει να υπάρχει καταγραφή των απόψεων και των διαφοροποιήσεων των ειδικών; Έχουμε συγκεκριμένο πλάνο έκτακτης ανάγκης για την πληροφόρηση του κοινού πέραν του «θα κάνουμε κάτι με το 112»; Υπάρχει παραπληροφόρηση υγείας που να προέρχεται από πολιτικά πρόσωπα; Και τι κάνουμε γι’ αυτό (ό,τι και για τα ακαδημαϊκά, τα επαγγελματικά, και τα προβεβλημένα κοινωνικά και τα θρησκευτικά πρόσωπα, τίποτε). Έχει καταγράψει η χώρα τα ελλείμματα του συστήματος υγείας που μπορεί να αποδειχθούν ακόμη πιο κρίσιμα στην διάρκεια μιας νέας πανδημίας; Έχουμε αναπτύξει απόθεμα μέσων ατομικής προστασίας και ανανεώνεται αυτό;» Εδώ η απάντηση του GHSI είναι ναι, μέσω αντίστοιχου συστήματος Ευρωπαϊκής Ένωσης, λέει ο κ. Παππάς, επισημαίνοντας ότι την ίδια στιγμή δεν υπάρχει απόθεμα διαγνωστικών εργαλείων και αναλώσιμων, ούτε μηχανισμός που να προβλέπει την εγχώρια παραγωγή αυτών.
Δεν αρκούν συμβουλευτικές επιτροπές ειδικών αν αυτές δεν συνεδριάζουν
«Δεν υπάρχει σύστημα επικοινωνίας μεταξύ επαγγελματιών υγείας σε έκτακτες συνθήκες (ούτε σε τακτικές). Δεν γνωρίζει το δημόσιο τι ποιούν οι ιδιώτες, ούτε τι ποιούν κάποιοι φορείς του δημοσίου εδώ που τα λέμε που είχαν δικά τους “πρωτόκολλα” στην πανδημία του SARS-CoV-2. Δεν υπάρχει ενημέρωση που να διαχέεται κάθετα και υποχρεωτικά στην πρωτοβάθμια υγεία. Δεν είναι επαρκής η τροφοδότηση των διεθνών βάσεων δεδομένων με στοιχεία βιολογικών υλικών, πέραν της εποχικής γρίπης, ούτε έχει αναπτυχθεί τέτοιο πλαίσιο». Οι ελλείψεις και τα θετικά που καταγράφει το GHSI σημαίνουν αρκετά αλλά όχι τα πάντα, τονίζει ο Γιώργος Παππάς. Για να επισημάνει στη συνέχεια ότι λείπουν τρεις καίριες παράμετροι, που παραμένουν μη μετρήσιμες: «Πρώτον η πολιτική βούληση, να αξιοποιηθούν και να εφαρμοστούν οι δυνατότητες πρόληψης και πρώιμης αντιμετώπισης επιδημιών και πανδημιών. Δεν αρκούν οι συμβουλευτικές επιτροπές ειδικών αν αυτές δεν συνεδριάζουν πχ και αν δεν κρατούνται πρακτικά. Δεύτερον, η αποδοχή από την κοινότητα τέτοιων προσπαθειών, που απαιτεί εγγραμματοσύνη του κοινού, επαρκή εκλαΐκευση της επιστήμης, και καταπολέμηση της παραπληροφόρησης. Τρίτον, η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, με ενιαίο διδακτικό πλαίσιο στα πανεπιστήμια που να περιλαμβάνει το άμεσο μέλλον της επιστήμης όπως π.χ. την συνθετική βιολογία και τις νέες θεραπευτικές πλατφόρμες, αλλά και την υποχρεωτική περιοδική επανεκτίμηση της επαγγελματικής/ επιστημονικής επάρκειας κάθε υγειονομικού».