Σε τροποποίηση της σύστασης εμβολιασμού κατά της covid-19, για όσους έχουν νοσήσει, προχώρησε η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών, συστήνοντας μια δόση εμβολίου μετά από 6 έως 12 μήνες από τη νόσηση. Αυτό ανακοίνωσε χτες κατά την ενημέρωση για το εθνικό σχέδιο εμβολιαστικής κάλυψης για τη νόσο COVID-19, η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου.
Μία δόση για όσους έχουν νοσήσει
Το πρώτο σχήμα εμβολιασμού μετά τη νόσηση, ήταν μετά από τρεις μήνες και με τις δύο δόσεις εμβολίου. Ωστόσο, επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι η διάρκεια των εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν μεγάλης διάρκειας και μάλιστα μία από αυτές δίνει διάρκεια που ξεπερνάει τους 12 μήνες. Έτσι αποφασίστηκε και από την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών η τροποποίηση του σχήματος, που θα περιλαμβάνει μία δόση εμβολίου, η οποία θα χορηγείται σε 6 έως 12 μήνες. Αυτή η μία δόση έχει το χαρακτήρα της επαναληπτικής δόσης.
Μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο, που περιλαμβάνει περισσότερα από 12.000 άτομα, τα οποία εμβολιάστηκαν με δύο δόσεις εμβολίων των εταιριών Pfizer και AstraZeneca, δείχνει ότι τα εμβόλια αυτά είναι αποτελεσματικά και στις μεταλλάξεις, καθώς μετά τις 2 δόσεις παρατηρήθηκε προστασία κατά 86% και 66% αντίστοιχα από τις νέες μεταλλάξεις, τη βρετανική και την ινδική. Το υψηλό αυτό ποσοστό προστασίας με τις δύο δόσεις των εμβολίων, απομακρύνει τον κίνδυνο της ανατροπής των σχεδίων της χαλάρωσης που εφαρμόζει η Βρετανία. Δύο δόσεις εμβολίων και παράλληλα τήρησης των μέτρων, αυτό είναι κάτι που τονίζεται για την διατήρηση της επιτυχίας ενός εμβολιαστικού προγράμματος.
Λάθος να μην γίνεται η δεύτερη δόση εμβολίου
Αναφερόμενη στην Ελλάδα, η κ. Θεοδωρίδου είπε ότι ορισμένα άτομα ταλαιπωρούνται με την πρώτη δόση του εμβολίου, έχουν τις συνήθεις ανεπιθύμητες ενέργειες, με αποτέλεσμα μερικοί να ακυρώνουν την δεύτερη δόση του εμβολιασμού. «Είναι λάθος – και το τίμημα το να μείνουν με μία δόση, είναι σημαντικό», είπε η κ. Θεοδωρίδου. Ο γ.γ. Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, πρόσθεσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων κάνουν την πρώτη δόση του εμβολίου, κάνουν και την δεύτερη.
Σημαντική η συμπλήρωση της κίτρινης κάρτας
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, επανέλαβε τα συμπτώματα που προκαλούνται από τον εμβολιασμό, όπως πόνος στο χέρι, τοπικός ερεθισμός, πυρετός, κεφαλαλγία, ατονία για λίγα 24ωρα, τονίζοντας ότι αυτά είναι συμβατά με τα συμπτώματα μια απλής ίωσης. Σχετικά με τα θρομβωτικά συμπτώματα, είπε ότι είναι εξαιρετικά σπάνια, και η συμπτωματολογία είναι επίμονη κεφαλαλγία ή πόνος στο θώρακα, ή εμφάνιση πόνου σε κάποιο από τα άκρα, κάποιο σύμπτωμα στα μάτια και εμφάνιση στο δέρμα μικρών αιμορραγικών στιγμάτων. Αυτά είναι τα συμπτώματα σπάνιων ανεπιθύμητων παρενεργειών είπε. Τόνισε ότι ευτυχώς υπάρχει η γνώση αντιμετώπισής τους. Έκανε λόγο για δυστοκία στη άμεση συμπλήρωση ιατρικών στοιχείων και συνέστησε προσοχή στο υγειονομικό προσωπικό για την έγκαιρη συμπλήρωση της κίτρινης κάρτας, διότι μόνο έτσι ενημερώνεται ο ΕΟΦ και κινείται ο μηχανισμός για την διερεύνηση του κάθε περιστατικού.
Απαντώντας σε ερώτηση για το ενδεχόμενο ο εμβολιασμός να γίνει υποχρεωτικός, είπε ότι «το θέμα είναι ανοιχτό. Σε όλες τις περιπτώσεις, η απόφαση της Πολιτείας θα είναι η καθοριστική. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών θα συζητήσει κυρίως για τον εμβολιασμό των υγειονομικών».
Πότε αναμειγνύονται τα εμβόλια
Η κ. Θεοδωρίδου, υπενθύμισε σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να αντικατασταθεί η δεύτερη δόση από άλλο εμβόλιο, τονίζοντας ωστόσο ότι ο κανόνας είναι με όποιο εμβόλιο αρχίζεις, με αυτό συνεχίζεις. Την ανάμειξη των εμβολίων θα την συναντήσουμε στο μέλλον, όταν θα έχει πάρει τις σωστές επιστημονικές διαστάσεις, είπε. Επί του παρόντος, πρόσθεσε, η αλλαγή από την πρώτη δόση σε διαφορετική δεύτερη δόση γίνεται σε περιορισμένες περιπτώσεις, όπως σοβαρή, αναφυλακτικού τύπου αλλεργική αντίδραση ή θρομβοεμβολική νόσος. «Παραμένουμε στο ‘δύο δόσεις από το ίδιο εμβόλιο’ ως το σωστό σχήμα που πρέπει να ακολουθούμε», τόνισε.
Εμβολιασμός εγκύων
‘Ένα άλλο ευαίσθητο θέμα που έθιξε η κ. Θεοδωρίδου, ήταν ο εμβολιασμός των εγκύων και των μητέρων που θηλάζουν. Είπε ότι είναι αποδεδειγμένο πλέον, ότι ο εμβολιασμός προφυλάσσει και την ίδια την έγκυο, ιδιαίτερα αν ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου και το μωρό. Ο εμβολιασμός της εγκύου γίνεται κατόπιν συμβουλής του γυναικολόγου και συστήνεται να γίνεται με τα εμβόλια mRNA. Η αντισωματική απάντηση της εγκύου, αλλά και η κυτταρική ανταπόκριση, δεν διαφέρουν από την ανοσιακή αντίδραση των μη εγκύων. Εξαιρετικά ικανοποιητική , είπε, είναι η απάντηση του εμβολίου και στις κυκλοφορούσες μεταλλάξεις. Υπογράμμισε μάλιστα, ότι «θηλάζουσες οι οποίες πηγαίνουν σε εμβολιαστικά κέντρα και για άγνωστο λόγο δεν γίνονται δεκτές για εμβολιασμό, είναι ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Ο θηλασμός δεν αποκλείει μία γυναίκα από την προστασία του εμβολίου».