Προσθέτοντας καυτερά μπαχαρικά στην καθημερινή διατροφή μας, δεν ενισχύεται μόνο η γεύση των φαγητών μας, αλλά αυξάνεται και το προσδόκιμο της ζωής μας, υποστηρίζουν Αμερικανοί και Κινέζοι επιστήμονες.

Μια νέα μελέτη, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 490.000 Κινέζοι, ηλικίας 30 έως 79 ετών, επεδίωξε να συσχετίσει τις διατροφικές τους συνήθειες (κυρίως το πόσο συχνά κατανάλωναν καυτερά φαγητά) με το ιατρικό ιστορικό τους.

Κατά τη διάρκειά της (7 χρόνια), πέθαναν περίπου 20.000 άτομα. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι όσοι έτρωγαν καυτερά φαγητά τρεις ή περισσότερες φορές την εβδομάδα, είχαν κατά μέσο όρο 14% μικρότερη πιθανότητα πρόωρου θανάτου, σε σχέση με όσους τα περιελάμβαναν στο μενού τους λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα.

Ωστόσο, και για αυτούς που έτρωγαν καυτερά μία έως δύο φορές εβδομαδιαίως, η μείωση του κινδύνου, δεν ήταν καθόλου αμελητέα (10%).

Τα αποτελέσματα αφορούσαν εξίσου άνδρες και γυναίκες, με την επίδραση των καυτερών να είναι ισχυρότερη σε εκείνους που δεν έπιναν αλκοόλ.

Οι φρέσκιες και αποξηραμένες πιπεριές τσίλι ήταν το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μπαχαρικό από εκείνους που δήλωσαν ότι καταναλώνουν πικάντικα τρόφιμα κάθε εβδομάδα, και η περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι εκείνοι που κατανάλωναν φρέσκες τσίλι, έτειναν να έχουν χαμηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο, ισχαιμική καρδιακή νόσο και διαβήτη.

Οι επιστήμονες δεν είναι βέβαιοι για ποιό λόγο συμβαίνει αυτό, ωστόσο, μεταξύ των πιθανών βιολογικών μηχανισμών, κατατάσσουν τη μείωση της χρόνιας φλεγμονής, την καλύτερη διάσπαση των λιπών στο σώμα, τη μεταβολή της σύνθεσης των βακτηρίων στο έντερο κ.α.

Σύμφωνα με τους ίδιους, η μελέτη διαπίστωσε απλώς μια συσχέτιση ανάμεσα στην κατανάλωση καυτερών φαγητών και στον μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, χωρίς να μπορεί να αποδείξει ότι ανάμεσά τους υπάρχει όντως σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι τα καυτερά μπαχαρικά έχουν αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντικαρκινικές ιδιότητες, ενώ έχουν αποτέλεσμα και κατά της παχυσαρκίας.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση British Medical Journal.

Share.
Exit mobile version