Φαίνεται να υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ήπια λοίμωξη Covid-19 και στην πιθανότητα διάγνωσης στη συνέχεια διαβήτη τύπου 2 για πρώτη φορά, δείχνει μια νέα γερμανική επιστημονική μελέτη.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές Βόλφγκανγκ Ράτμαν και Όλιβερ Κους του Πανεπιστημίου Χάινριχ Χάινε του Ντίσελντορφ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Diabetologia» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 8,8 εκατομμύρια ενήλικες, από τους οποίους οι 35.865 είχαν διαγνωστεί με Covid-19.

Διαπιστώθηκε ότι η πιθανότητα διάγνωσης νέου διαβήτη τύπου 2 ήταν κατά μέσο όρο 28% μεγαλύτερη στην ομάδα των ασθενών που είχαν προηγουμένως νοσήσει με Covid-19 ακόμη και ήπια. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι, εφόσον αυτό επιβεβαιωθεί και από άλλες μελέτες, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος για διαβήτη στους ανθρώπους που ανάρρωσαν από λοίμωξη με κορονοϊό.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η φλεγμονή που προκαλείται στον οργανισμό του ασθενούς από τον κορονοϊό, μπορεί να κάνει ζημιά και στα ινσουλινοπαραγωγά β-κύτταρα του παγκρέατος, με συνέπεια την οξεία υπεργλυκαιμία (υψηλό επίπεδο σακχάρου στο αίμα). Το καθιστικό στυλ ζωής – το οποίο ευνοήθηκε στη διάρκεια των λοκντάουν και της πανδημίας – φαίνεται να παίζει επίσης ρόλο, εξηγώντας γιατί ορισμένοι ασθενείς Covid-19 χωρίς ιστορικό διαβήτη, στη συνέχεια εμφανίζουν τέτοιο μεταβολικό πρόβλημα. Οι παχύσαρκοι άνθρωποι και εκείνοι με προδιαβήτη αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο.

«Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να διαπιστωθεί αν ο διαβήτης τύπου 2 μετά από ήπια Covid-19 είναι απλώς προσωρινός και μπορεί να αναστραφεί μετά την πλήρη ανάρρωση του ασθενούς ή αν οδηγεί σε χρόνια πάθηση», δήλωσε ο δρ Ράτμαν.

Μολονότι οι περισσότεροι άνθρωποι που πέρασαν Covid-19 πιθανότατα δεν πρόκειται να εμφανίσουν πρόβλημα διαβήτη, οι Γερμανοί επιστήμονες συνιστούν σε όλους μετά την ανάρρωση τους από τη λοίμωξη να έχουν το νου τους για πιθανά προειδοποιητικά σημάδια διαβήτη, όπως η κόπωση, η συχνή ούρηση, η αυξημένη δίψα κ.α.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:

https://link.springer.com/article/10.1007/s00125-022-05670-0

Share.
Exit mobile version