Τα 49% δεν υποβλήθηκε σε απαραίτητη ιατρική εξέταση ή θεραπεία!

Τις μεγάλες ανισότητες για την πρόσβαση σε βασικές παροχές υγείας καταγράφει έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2023.

Η έρευνα για την υλική και την κοινωνική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, πραγματοποιήθηκε με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2022 και όπως αναφέρει το 38,1% του φτωχού πληθυσμού της χώρας στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 4,5%.

Το 77,3% του φτωχού πληθυσμού της χώρας και το 36,6% του μη φτωχού δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 438 ευρώ ενώ το 72,6% του φτωχού πληθυσμού και το 28,3% των μη φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων  αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

Σε ότι αφορά την υλική στέρηση ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι σχεδόν ένα στα δύο φτωχά νοικοκυριά της χώρας δεν είχε πρόσβαση σε απαραίτητη ιατρική εξέταση ή θεραπεία! Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 69,5% (δηλαδή 7 στα 10 φτωχά νοικοκυριά) όταν η εξέταση ή η θεραπεία αφορά επίσκεψη σε οδοντίατρο.

Πιο συγκεκριμένα στην έρευνα που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες –για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω– προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

-Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 58,4% και 19,8%.

-Το 34,7% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι. Το ποσοστό εκτιμάται στο 67,6% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 27,2% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

-Το 6,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,9% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία. Το 24,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.

-Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθειες για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,7% τις είχε περιορίσει, αλλά όχι πάρα πολύ.

-Το 23,6% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49% και 18,3%, αντίστοιχα.

-Το 32,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 69,5% και 26,3%.

-Το 32,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχική του υγεία/ευεξία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών από την πανδημία COVID-19, ενώ το 0,8% δήλωσε ότι επηρεάστηκε θετικά και το 66,3% ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.

Τέλος, από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι πλήρως ικανοποιημένο από τη ζωή του, δηλώνει το 5,7% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, ενώ καθόλου ικανοποιημένο δηλώνει το 0,7%. Πολύ ικανοποιημένο από τη ζωή του (βαθμοί 7 έως 9 της κλίμακας), δηλώνει το 58,4% του πληθυσμού 16 ετών και άνω.  

Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ

Share.
Exit mobile version