Με την εξέταση του καθηγητή Παθολογίας και Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, Συμεών Μεταλλίδη, συνεχίστηκε η δίκη των δύο υπευθύνων του οίκου ευγηρίας στη Θεσσαλονίκη, όπου τον Αύγουστο του 2020 εκδηλώθηκε συρροή κρουσμάτων της Covid-19, με συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους 28 ηλικιωμένοι από επιπλοκές συνδεόμενες με τον κορονοϊό.
Ο μάρτυρας -υπεύθυνος του Κέντρου Αναφοράς Covid-19 στη Βόρεια Ελλάδα και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων- είχε επισκεφθεί μαζί με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα τη συγκεκριμένη μονάδα μετά την εκδήλωση των πρώτων κρουσμάτων. Καταθέτοντας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, ο κ. Μεταλλίδης ανέφερε ότι δεν διαπίστωσε κάτι το μεμπτό όσον αφορά τις ευθύνες των δύο κατηγορούμενων (διώκονται για παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού ανθρώπων), τονίζοντας ότι ακολούθησαν όλες τις οδηγίες του ΕΟΔΥ μετά την εκδήλωση των κρουσμάτων.
«Μία τέτοια επιδημία, για να ηρεμήσει η κατάσταση πρέπει να περάσουν ένας με δύο μήνες. Στη συγκεκριμένη μονάδα κράτησε τέσσερις εβδομάδες. Στις δύο εβδομάδες σταμάτησε να υπάρχει μετάδοση- αυτό οφείλεται στα PCR-test (εγγυημένης αξιοπιστίας ανάλυσης), που αποφασίστηκε με πρωτοβουλία των υπευθύνων να γίνονται ανά δύο 24ωρα, όπως και με την απόφαση απομόνωσης των κρουσμάτων», είπε και πρόσθεσε ότι όταν εκδηλωθούν κρούσματα σε τέτοιες μονάδες είναι αδύνατο να σταματήσεις την εξάπλωση. Έκανε, δε, λόγο για έναν «αόρατο εχθρό».
Ανατρέχοντας στα συμπεράσματα για τη συρροή του κρουσμάτων στον συγκεκριμένο οίκο ευγηρίας, ο μάρτυρας -που συνέταξε και πραγματογνωμοσύνη για λογαριασμό των κατηγορούμενων αδελφών- κατέθεσε ότι η μετάδοση του ιού έγινε από πέντε άτομα του προσωπικού, που «κόλλησαν χωρίς κανένα σύμπτωμα». «Η μετάδοση έγινε με γεωμετρική πρόοδο, ήταν αναπόφευκτη μέσα στα δωμάτια. Οι ηλικιωμένοι δεν φορούσαν μάσκες και δεν ήταν υποχρεωμένοι να φορούν», επισήμανε και συμπλήρωσε: «Όταν έχεις ασυμπτωματικούς ανθρώπους θα έχεις διασπορά».
Ο ίδιος σημείωσε πως οι τελευταίες εισαγωγές ηλικιωμένων που έγιναν στο συγκεκριμένο γηροκομείο, στα τέλη Ιουλίου, δεν μπορούσαν να ενοχοποιηθούν για την μετάδοση του ιού. «Τα μέλη του προσωπικού έπρεπε να φορούν μάσκα, να δηλώνουν καθημερινά αν έχουν συμπτώματα. Αυτά έγιναν. Ήταν υποχρεωτική η θερμομέτρηση κατά την είσοδο και ήταν υποχρεωμένοι να δηλώσουν επαφή με κρούσματα. Πουθενά δεν αναφέρθηκε ότι δεν τηρήθηκαν τα συγκεκριμένα μέτρα. Υπήρχε οδηγία (τότε) να γίνονται 5-10 έλεγχοι PCR, σε προσωπικό και περιθαλπόμενους- αυτά τα τεστ έγιναν», ανέφερε.
Από την αυτοψία που έκανε, ο ίδιος διαπίστωσε ότι «τα δωμάτια ήταν άνετα» και «δεν υπήρχε συγχρωτισμός», ενώ «μας δόθηκε ο ακριβής αριθμός περιθαλπόμενων, δεν μας αποκρύφτηκε ότι υπάρχουν περισσότεροι φιλοξενούμενοι». Τόνισε, δε, ότι το ποσοστό νόσησης στον συγκεκριμένο οίκο ευγηρίας ήταν 39%, όταν ο μέσος όρος σε τέτοιες μονάδες ήταν 40 με 70%.
Επικαλούμενος, δε, την ιδιότητά του ως μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων εκτίμησε ότι οι αρχικές οδηγίες για εισαγωγή στα νοσοκομεία αναφοράς όλων των κρουσμάτων «ήταν λάθος τακτική» διότι επιβάρυναν την υγεία των νοσηλευομένων κι ότι θα έπρεπε να νοσηλευτούν μόνο τα περιστατικά με συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού. «Η απομόνωση είναι το πιο αποτελεσματικό μέτρο, μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε και στα νοσοκομεία», είπε και πρόσθεσε: «Επιδημιολογικά ήταν σωστή η απόφαση τότε. Στην πορεία όμως μάθαμε».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ