Καλά κρατεί η έριδα μεταξύ Παθολόγων και Ενδοκρινολόγων για το ποια ειδικότητα έχει την καλύτερη κατάρτιση και εμπειρία για να διαχειριστεί το σύνθετο ζήτημα υγείας που αντιμετωπίζει ένας διαβητικός ασθενής και ως εκ τούτου να λάβει την ειδικότητα του Διαβητολόγου.
Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Το θέμα ήρθε στην επιφάνεια ξανά με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη για να διαπιστώσουμε ότι στους μήνες που πέρασαν καμία ουσιαστική και ασθενοκεντρική απόφαση δεν έχει ληφθεί.
Υπενθυμίζεται ότι η διαμάχη μεταξύ των δύο ιατρικών ειδικοτήτων έχει ξεσπάσει τα δύο τελευταία χρόνια, με τους ενδοκρινολόγους να διεκδικούν για τη δική τους ειδικότητα αποκλειστικά την εξειδίκευση πάνω στο διαβήτη όπως και την ειδικότητα του Διαβητολόγου, επικαλούμενοι την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία, που αναγνωρίζουν το σακχαρώδη διαβήτη ως αναπόσπαστο τμήμα της ειδικότητας της Ενδοκρινολογίας.
Μεγαλύτερες διαστάσεις πήρε η έριδα των δύο ειδικοτήτων το περασμένο καλοκαίρι, με αφορμή την ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής Εκπαίδευσης-Μετεκπαίδευσης του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.) να κάνει δεκτό το αίτημα της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ) να προχωρήσει η διαδικασία για τη θέσπιση της εξειδίκευσης του διαβητολόγου. Στην πρόταση εκείνη είχαν αντιδράσει έντονα τα μέλη της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας – Πανελλήνιας Ένωσης Ενδοκρινολόγων (ΕΕΕ-ΠΕΕ), υποστηρίζοντας ότι οι παθολόγοι-μέλη της ΕΔΕ θέλουν να περιθάλπουν τους ασθενείς με διαβήτη κατ’ αποκλειστικότητα με την άδεια της Επιτροπής Εκπαίδευσης-Μετεκπαίδευσης του ΚΕΣΥ.
Η απόφαση του ΚΕ.Σ.Υ. μπήκε στον πάγο και οι ενδοκρινολόγοι συνέχισαν τον αγώνα τους για τη διεκδίκηση της πολυπόθητης ειδικότητας, στηριζόμενοι πάνω στα εξής επιχειρήματα:
- Ο σακχαρώδης διαβήτης ανήκει στις ενδοκρινοπάθειες και υποχρεωτικά διδάσκεται στο πλαίσιο της ειδικότητας της Ενδοκρινολογίας.
- Η εξειδίκευση στο σακχαρώδη διαβήτη (διαβητολογία) δεν είναι αναγνωρισμένη στη χώρα μας ούτε ως τίτλος ιατρικής ειδικότητας ούτε ως τίτλος ιατρικής εξειδίκευσης, ενώ μόνο οι ενδοκρινολόγοι δικαιούνται να φέρουν τον τίτλο του διαβητολόγου. Η χρήση του τίτλου αυτού από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων είναι μη νόμιμη, αφού ο τίτλος αυτός δεν είναι θεσμοθετημένος και συνεπώς δεν έχει νομική υπόσταση.
- Η προτεινόμενη από το ΚΕΣΥ εξειδίκευση στο σακχαρώδη διαβήτη μόνο των μη-ενδοκρινολόγων θα προκαλέσει τεράστια σύγχυση στους ασθενείς και δραματική μείωση στο επίπεδο της φροντίδας τους αφού οι γιατροί που θα τους αντιμετωπίζουν δεν θα είναι εκπαιδευμένοι σε όλες τις ενδοκρινοπάθειες (παθήσεις που σχετίζονται με τις ορμόνες) αλλά σε μία μεμονωμένη, λες κι ο σακχαρώδης διαβήτης δεν επηρεάζει άλλα όργανα και ιστούς πλην του παγκρέατος.
- Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, για να πάρει ένας γιατρός την ειδικότητα της Ενδοκρινολογίας είναι προαπαιτούμενο να εμβαθύνει σε όλες τις πτυχές του σακχαρώδους διαβήτη και των επιπλοκών του.
- Προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΚΕΣΥ έχουν απορρίψει την καθιέρωση εξειδίκευσης στον σακχαρώδη διαβήτη, διότι «η Διαβητολογία δεν παριστά ένα καλά καθορισμένο πεδίο άσκησης της Ιατρικής που ΔΕΝ μπορεί να συμπεριληφθεί στα καθιερωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα άλλων ειδικοτήτων», ενώ έχει «επαλληλία 100% με την Ενδοκρινολογία», όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά σε μία από αυτές (2003).
- Από το 1992 το ΚΕΣΥ είχε προτείνει να αλλάξει ο τίτλος της ειδικότητας της Ενδοκρινολογίας και να γίνει «Ενδοκρινολογία – Διαβήτης – Μεταβολισμός», κάτι όμως που ποτέ δεν εφαρμόστηκε.
- Στην Ευρώπη δεν τίθεται πουθενά θέμα διαχωρισμού της Ενδοκρινολογίας από τον σακχαρώδη διαβήτη, ενώ αναγνωρίζεται αποκλειστικά και μόνο η ειδικότητα της Ενδοκρινολογίας και όχι η «διαβητολογία», η οποία σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι ενταγμένη στο γνωστικό αντικείμενο της Ενδοκρινολογίας.
- Οι χρόνιες επιπλοκές του διαβήτη αντιμετωπίζονται από τις αντίστοιχες ειδικότητες (π.χ. Νεφρολογία, Νευρολογία, Αγγειολογία, Καρδιολογία, Οφθαλμολογία), δίχως την αναγκαιότητα και τη συμβολή κάποιου «εξειδικευμένου διαβητολόγου», επομένως δεν συντρέχει λόγος για «καλύτερη εκπαίδευση-εξειδίκευση» παθολόγων γι’ αυτές, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία.
Από τη μεριά τους οι Παθολόγοι, μέλη της ΕΔΕ, αποκρούοντας τις κατηγορίες των Ενδοκρινολόγων ότι προσπαθούν ως παθολόγοι να αντιμετωπίσουν το διαβήτη «κατ’ αποκλειστικότητα», τόνιζαν και τονίζουν ότι «ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) διεθνώς εμπίπτει στο γνωστικό αντικείμενο τριών ειδικοτήτων (Ενδοκρινολογίας – Παθολογίας – Παιδιατρικής) αλλά πλέον και των Γενικών Γιατρών οι οποίοι ασκούν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας». Αυτό που υποστηρίζουν με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους οι Παθολόγοι είναι ότι «οι παθήσεις δεν είναι “αποκλειστική ιδιοκτησία” καμιάς ειδικότητας. Κάτι τέτοιο δεν έχει επιστημονική βάση και συνιστά συντεχνιακή συμπεριφορά».
Οι εξελίξεις στο διαβήτη, σε κλινικό και θεραπευτικό επίπεδο είναι πλέον τόσο μεγάλες που χρειάζεται εξειδίκευση πέρα από την ειδικότητα για να μπορέσει κανείς να τον χειριστεί, ενώ σχετικά με τη νέα διαδικασία απόκτησης ειδικοτήτων, υποστηρίζοντας ότι το νέο σύστημα θα είναι προς όφελος των εκπαιδευόμενων και του ασθενή. Επισημαίνουν, ακόμα, ότι η εξειδίκευση των Παθολόγων στον διαβήτη, σε συνεργασία με τα Διαβητολογικά Κέντρα, θα συμβάλλει καθοριστικά στην ενημέρωση και οργάνωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η οποία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του διαβήτη στη χώρα μας.
Σχετικά με το τι ισχύει στην Ευρώπη, οι Παθολόγοι, μέλη της ΕΔΕ απαντούν ότι «σε χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπάρχει εξειδίκευση Παθολόγων και Παιδιάτρων στο διαβήτη και οι Ενδοκρινολόγοι πριν την ειδικότητα κάνουν πλήρη ειδικότητα Παθολογίας».
Αναμένοντας -και ελπίζοντας- την εκτόνωση της κρίσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα μέλη του ΔΣ της ΕΔΕ, η Επιτροπή Εκπαίδευσης-Μετεκπαίδευσης του ΚΕ.Σ.Υ. έχει αποφασίσει τη θέσπιση της εξειδίκευσης του διαβητολόγου και αναμένεται η σχετική Υπουργική Απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής εκπαίδευση των γιατρών είναι το ζητούμενο και σίγουρα απαραίτητο στοιχείο για την επάρκειά τους σε γνώση που θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση ενός τόσο περίπλοκου ζητήματος υγείας, όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης, για το οποίο μόνο η φροντίδα του ασθενούς θα έπρεπε να βρίσκεται στο προσκήνιο και όχι οι διαμάχες των ιατρικών ειδικοτήτων για τον αποκλειστικό χαρακτηρισμό του «ειδήμονα», κάτι που σε τελευταία ανάλυση, καθόλου δεν ενδιαφέρει ούτε τους ασθενείς, ούτε την κοινωνία ούτε το σύστημα, ενώ υποτιμά το λειτούργημα του ιατρού.