Όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, οι αποφάσεις που βασίζονται στην ανάλυση δεδομένων μπορούν να θωρακίσουν τα συστήματα υγείας, ώστε να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του μέλλοντος.

Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η πρωτοβουλία Future ProofingHealthcare (https://futureproofinghealthcare.com/), η οποία υλοποιείται πανευρωπαϊκά με την υποστήριξη της Roche

Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίστηκε ο Δείκτης Βιωσιμότητας FutureProofing Healthcare, ο οποίος παρέχει μια ολιστική, στιγμιαία απεικόνιση των συστημάτων υγείας στις 28 χώρες μέλη της Ε.Ε., προκειμένου να βοηθήσει στην ανάδειξη χρήσιμων συμπερασμάτων και να λειτουργήσει ως όχημα για την έναρξη ενός ευρύτερου διαλόγου, με επίκεντρο τη βιωσιμότητα του τομέα της υγείας. 

Τους  στόχους της πρωτοβουλίας Future ProofingHealthcare καθώς και τα δεδομένα του Δείκτη Βιωσιμότητας παρουσίασαν σε Συνέντευξη Τύπου οι Bogi EliasenFuturist and Special Advisor on Future of Health, Head of Denmark Unit UNESCO Chair in BioethicsΕλπίδα ΠάβηΚαθηγήτρια Οικονομικών της Υγείας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και Ξένια ΚαπόρηΔιευθύντρια Εξωτερικών Υποθέσεων της Roche Hellas

Ο Δείκτης Βιωσιμότητας FutureProofing Healthcare δημιουργήθηκε με την καθοδήγηση ενός ανεξάρτητου πάνελ Ευρωπαίων ειδικών στον τομέα της υγείας και αποτυπώνει τις επιδόσεις των χωρών-μελών με βάση πέντε ζωτικούς παράγοντες, οι οποίοι επιδρούν στη διαμόρφωση βιώσιμων συστημάτων υγείας: Πρόσβαση, Επίπεδο Υγείας, Καινοτομία, Ποιότητα και Σταθερότητα

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Γερμανία είναι αυτές με τις υψηλότερες επιδόσεις ως προς τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας τους, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές περιφερειακές ανισότητες σε όλη την Ε.Ε. με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να καταλαμβάνουν τις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης. 

Η Ελλάδα βρίσκεται στη 18η θέση της συνολικής κατάταξης, με βαθμολογία 50/100 έναντι 55 που είναι η μέση βαθμολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, καταλαμβάνει την 9η θέση ως προς το επίπεδο υγείας του πληθυσμού, την 11η θέση ως προς την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, τη 19η θέση ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών, την 22η θέση ως προς την καινοτομία και την 24η θέση ως προς τη σταθερότητα. Επιμέρους ικανοποιητικές επιδόσεις σημειώνει η χώρα μας ως προς το προσδόκιμο ζωής των πολιτών και τον αριθμό των ιατρών, φαίνεται ωστόσο να υστερεί σημαντικά ως προς τον αριθμό των νοσηλευτών και την εκπαίδευση, τόσο των ιατρών όσο και του νοσηλευτικού προσωπικού. Επίσης, η χαμηλή επίδοση στο κριτήριο της σταθερότητας, αναδεικνύει την ανάγκη για μεγαλύτερη εστίαση στην μελέτη και αξιοποίηση δεδομένων. 

«Οι αποφάσεις για την υγεία και τα συστήματα υγείας οφείλουν να βασίζονται σε δεδομένα. Η συλλογή και αξιοποίηση δεδομένων είναι αναγκαία προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο φροντίδας των ασθενών και η ποιότητα ζωής των πολιτών. Με βάση τα στοιχεία, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εστιάζει περισσότερο στο υγειονομικό υλικό και λιγότερο στους επαγγελματίες υγείας, στους ασθενείς και στη μελέτη των δεδομένων με σκοπό τη διασφάλιση αποτελεσματικών υπηρεσιών υγείας στο μέλλον. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντικό να ξεκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι προκλήσεις του μέλλοντος.» ανέφερε ο κ. Bogi Eliasen. 

Ένας διακριτός Δείκτης ο οποίος αποτυπώνει την απόδοση του συστήματος υγείας της Ελλάδας στη διαχείριση του καρκίνου του μαστού. 

Στον Δείκτη για τον Καρκίνο του Μαστούη Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση μεταξύ των 28 χωρών – μελών της Ε.Ε., ενώ στις δύο πρώτες θέσεις ισοβαθμούν το Βέλγιο και η Σουηδία. Συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται στην 13η θέση, όσον αφορά στην πρόληψη και διάγνωση, στην 27η θέση στη θεραπεία, στην 20η θέση ως προς τα αποτελέσματα και το ποσοστό επιβίωσης, στην 3η θέση ως προς την εστίαση στον ασθενή και στην 28η θέση ως προς την παρηγορητική φροντίδα. 

«Αν θέλουμε να θωρακίσουμε την αξία της φροντίδας υγείας στο μέλλον, θα πρέπει οι αποφάσεις που λαμβάνουμε σήμερα να στηρίζονται σε τεκμηριωμένα στοιχεία. Εργαλεία, όπως ο Δείκτης Βιωσιμότητας και ο Δείκτης για τον Καρκίνο του Μαστού, τα οποία επιτρέπουν τη συγκριτική αξιολόγηση των συστημάτων υγείας, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στον εντοπισμό των σημείων, όπου απαιτείται παρέμβαση. Ειδικά όσον αφορά στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, είναι προφανές ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης των επιδόσεων της χώρας μας, μέσω παρεμβάσεων όπως η δημιουργία μητρώου καρκίνου, η έμφαση στην οργανωμένη πρόληψη, αλλά και η ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών για την ψυχολογική υποστήριξη και την ανακουφιστική φροντίδα των ασθενών» ανέφερε η κ. Πάβη. 

Σημειώνεται ότι η Roche Hellas έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες συλλογής στοιχείων σε τοπικό επίπεδο, με σκοπό να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής υγείας. Μια από τις σημαντικότερες ήταν η διάθεση των συμπερασμάτων μελετών, όπως το «Ταξίδι των γυναικών με καρκίνο του μαστού», με σκοπό να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας εμπεριστατωμένης πολιτικής για τον καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα. Η σχετική έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία της Roche Hellas, από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής».

 

Αναλυτικά στοιχεία για την Ελλάδα

  1. Δείκτης Βιωσιμότητας Future Proofing Healthcare
  • Ενώ η Ελλάδα δαπανά μέτρια ποσά για Έρευνα και Ανάπτυξη (βαθμολογία 3 στα 10 σε αυτόν τον τομέα), το ποσό που διατίθεται για ιατρική Ε&Α είναι εξαιρετικά χαμηλό, ενώ παράγονται πολύ λίγες φαρμακευτικές και μεσαίας τεχνολογίας πατέντες. Ως αποτέλεσμα, η συνολική βαθμολογία στους τρεις αυτούς τομείς είναι 1 στα 10. 
  • Η Ελλάδα σημειώνει ικανοποιητικές επιδόσεις στον τομέα της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, κυρίωςλόγω του υψηλού αριθμού επαγγελματιών υγείας. Η χώρα λαμβάνει βαθμολογία 10 στα 10 ως προς τον αριθμό των εν ενεργεία ιατρών και 8 στα 10, για τον αριθμό των ψυχιάτρων. 
  • Εκτός του υψηλού αριθμού των επαγγελματιών υγείας, υπάρχει ευρεία διαθεσιμότητα ιατρικής τεχνολογίας (βαθμολογία 9 στα 10), χειρουργικών αιθουσών σε νοσοκομεία (7 στα 10) και πρόσβαση σε ακτινοθεραπείες (7  στα 10). 
  • Περιθώρια βελτίωσης εντοπίζονται όσον αφορά στην πρόσβαση στον προγεννητικό και περιγεννητικό έλεγχο και τον αριθμό των νοσοκόμων και μαιών, όπου η Ελλάδα λαμβάνει βαθμολογία 2 στα 10 και 1 στα 10, αντίστοιχα. 
  • Η Ελλάδα λαμβάνει υψηλή βαθμολογία σε επιμέρους δείκτες, όπως η διαφορά του επιπέδου υγείας μεταξύ εισοδηματικών ομάδων και του ποσοστού μητρικής θνησιμότητας (10 στα 10), της αυτοαναφερόμενης υγείας και της γνώσης για θέματα υγείας (8 στα 10).
  • Ενώ η Ελλάδα σημειώνει ικανοποιητικές επιδόσεις όσον αφορά στην υγεία, οι χαμηλές βαθμολογίες όσον αφορά στην ευρύτερη ικανοποίηση από τη ζωή (5 στα 10) και την ευτυχία (2 στα 10) τοποθετούν τη χώρα συνολικά στο μέσο της κατάταξης. 
  • Το κυριότερο πρόβλημα σε σχέση με την υγεία στην Ελλάδα είναι ο αριθμός των ατόμων που κατά την αντίληψή τους αντιμετωπίζουν μακροχρόνιους περιορισμούς, εξαιτίας προβλημάτων υγείας (βαθμολογία 1 στα 10).
  • Η χαμηλή κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία (βαθμολογία 2 στα 10) αποτελεί ένα από τα σημεία προβληματισμού, όσον αφορά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας στην Ελλάδα και στην πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας. 
  • Το ηλικιακό προφίλ του σημερινού, αλλά και του μελλοντικού δυναμικού των επαγγελματιών υγείας αποτελεί επίσης σημείο προβληματισμού για τη βιωσιμότητα του συστήματος. Η χώρα διαθέτει σε αναλογία, χαμηλότερη του μέσου όρου, ιατρούς ηλικίας κάτω των 35 ετών (βαθμολογία 4 στα 10), αποφοίτους ιατρικών σχολών (1 στα 10) και νοσηλευτές (2 στα 10).
  • Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, η κατανάλωση προϊόντων καπνού στην Ελλάδα (βαθμολογία 1 στα 10) είναι υψηλή με αντίστροφα αποτελέσματα στην υγεία του πληθυσμού τώρα και στο μέλλον. Αντίθετα, είναι σχετικά χαμηλή η κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ (6 στα 10). 
  • Η Ελλάδα έχει μια από τις υψηλότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. ως προς το προσδόκιμο ζωής (8 στα 10), επίδοση που αντικατοπτρίζεται στο χαμηλό αριθμό θανάτων από καρδιαγγειακές νόσους (9 στα 10), από χρόνιες νόσους και μη μεταδιδόμενες ασθένειες (8 στα 10) και καρκίνο (7 στα 10). 
  • Η εμβολιαστική κάλυψη στην Ελλάδα είναι μια από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενδεικτικά, παρατηρείται πολύ υψηλή κάλυψη μεταξύ των βρεφών ενάντια στην ιλαρά (9 στα 10) και μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 65ετών, ενάντια στον ιό της γρίπης (7 από 10).
  • Η Ελλάδα έχει επίσης ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη στην Ε.Ε. (9 από 10).

 

 

 

Share.
Exit mobile version