Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε το isatuximab σε συνδυασμό με πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα,  οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον δύο προηγούμενες θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων της λεναλιδομίδης και ενός αναστολέα πρωτεασώματος, και εμφάνισαν εξέλιξη της νόσου με την τελευταία θεραπεία.

Το isatuximab
Είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα (mAb), το οποίο συνδέεται σε έναν ειδικό επίτοπο του υποδοχέα CD38 στα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Το isatuximab είναι σχεδιασμένο για να προκαλεί τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο των καρκινικών κυττάρων (απόπτωση) και ανοσοτροποποιητική  δραστηριότητα. Χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης στη δόση των 10 mg/kg, σε συνδυασμό με πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη, εβδομαδιαίως για τέσσερις εβδομάδες και στη συνέχεια κάθε δεύτερη εβδομάδα, έως ότου εμφανιστεί εξέλιξη της νόσου ή μη αποδεκτή τοξικότητα. Ένας κύκλος θεραπείας αντιστοιχεί σε 28 ημέρες.

Στη μελέτη Φάσης 3 ICARIA-MM, η προσθήκη του isatuximab στη θεραπεία με πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη (συνδυαστική θεραπεία με isatuximab, n=154) κατέδειξε στατιστικώς σημαντική βελτίωση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS), με διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου 11,53 μηνών, έναντι 6,47 μηνών με τη θεραπεία συνδυασμού πομαλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης μόνο (n=153) (HR 0,596, 95% CI: 0,44-0,81, p=0,001). Επιπλέον, η συνδυαστική θεραπεία με isatuximab έδειξε στατιστικώς σημαντικά υψηλότερο ποσοστό συνολικής ανταπόκρισης σε σύγκριση με το συνδυασμό πομαλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης (60,4% έναντι 35,3%, p<0,0001).
Σε πρόσθετες αναλύσεις, η συνδυαστική θεραπεία με isatuximab σε σύγκριση με τη θεραπεία συνδυασμού πομαλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης, κατέδειξε θεραπευτικό όφελος σε όλες τις επιλεγμένες υποομάδες που αντικατοπτρίζουν την καθημερινή κλινική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων ασθενών με κυτταρογενετικές ανωμαλίες υψηλού κινδύνου, ασθενών ηλικίας 75 ετών και άνω, ασθενών με νεφρική δυσλειτουργία, καθώς και εκείνων που ήταν ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη.

Σύμφωνα με την περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος (ΠΧΠ), οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν με το isatuximab (που εμφανίστηκαν σε ποσοστό ασθενών ≥20%) είναι ουδετεροπενία (46,7%), αντιδράσεις  σχετιζόμενες  με  την  έγχυση (38,2%), πνευμονία (30,9%), λοίμωξη  του ανώτερου αναπνευστικού (28,3%), διάρροια (25,7%) και βρογχίτιδα (23,7%). Οι πιο συχνές σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πνευμονία (9,9%) και εμπύρετη ουδετεροπενία (6,6%).

Η άδεια κυκλοφορίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το isatuximab ισχύει στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία.
Εκτός από την ΕΕ, το isatuximab έχει επίσης εγκριθεί στις ΗΠΑ, στην Ελβετία, στον Καναδά και στην Αυστραλία σε συνδυασμό με πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ορισμένων ενηλίκων με υποτροπιάζον ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα.

Το πολλαπλό μυέλωμα
Αποτελεί τη δεύτερη σε συχνότητα εμφάνισης αιματολογική κακοήθεια,1 με περισσότερα από 138.000 νεοδιαγνωσθέντα περιστατικά παγκοσμίως  κάθε χρόνο.2 Στην Ευρώπη, περίπου 40.000 ασθενείς διαγιγνώσκονται με πολλαπλό μυέλωμα κάθε χρόνο.3 Το πολλαπλό μυέλωμα παραμένει μια ανίατη κακοήθεια για την πλειονότητα των ασθενών με αποτέλεσμα να σχετίζεται με σημαντικό φορτίο νοσηρότητας.

Η αξιολόγηση του isatuximab συνεχίζεται σε πολλές κλινικές μελέτες Φάσης 3 σε συνδυασμό με τρέχουσες καθιερωμένες θεραπείες για το πολλαπλό μυέλωμα. Μελετάται επίσης για τη θεραπεία άλλων αιματολογικών κακοηθειών και συμπαγών όγκων. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του isatuximab σ’ αυτές τις παθήσεις δεν έχουν αξιολογηθεί πλήρως από καμία ρυθμιστική αρχή παγκοσμίως.

 

 

Share.
Exit mobile version