Συνέντευξη στο Βασίλη Βενιζέλο 

Τη δημιουργία Eιδικού Συντονιστικού Κέντρου για την διενέργεια των κλινικών μελετών στη χώρα μας, και μάλιστα με τη συμμετοχή εκπροσώπων των ασθενών, προτείνει μεταξύ άλλων σήμερα σε συνέντευξή του στο dailypharmanews.gr  ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης, ο οποίος τονίζει επίσης με νόημα ότι ο καλύτερος κριτής για το επίπεδο της λειτουργίας του δημοσίου συστήματος Υγείας είναι πάντα οι πολίτες.

DPN: Πολύ πρόσφατα ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός ισχυρίσθηκε ότι το δημόσιο σύστημα Υγείας της χώρας μας βρίσκεται φέτος σε πολύ καλύτερη κατάσταση, σε σχέση με το 2015… Εσείς έχετε μελετήσει τον «Γολγοθά» των καρκινοπαθών συνανθρώπων μας στην προσπάθειά τους για πρόσβαση στη θεραπεία και την φαρμακευτική αγωγή. Βρίσκετε φέτος την κατάσταση καλύτερη;

Ο καλύτερος κριτής της απόδοσης και της λειτουργίας ενός συστήματος υγείας είναι οι πολίτες (ασθενείς και μη) και οι λειτουργοί του. Συνολικές δε αξιολογικές κρίσεις απαιτούν τεκμηρίωση με συγκεκριμένους δείκτες. Αν οι τελευταίοι επιβεβαιώνουν την ως άνω θέση, αυτό είναι πολύ θετικό, ιδίως δεδομένων των ασφυκτικών οικονομικών και όχι μόνο συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί στο δημόσιο σύστημα υγείας. Ωστόσο, πλήθος ερευνητικών ευρημάτων καταδεικνύουν αδυναμία κάλυψης των αναγκών υγείας των πολιτών και σημαντική επιβάρυνση των ατομικών και οικογενειακών εισοδημάτων. Είναι ενδεικτικό ότι στις μελέτες μας για τους καρκινοπαθείς, εμπόδια πρόσβασης στο σύστημα υγείας (στον ιατρό, τη θεραπεία κ.λπ.) αντιμετωπίζει ένας στους τρεις ασθενείς, ενώ ο σχετικός δείκτης είναι υψηλός και σε άλλες θεραπευτικές περιοχές όπως η ηπατίτιδα C, η ρευματοειδής αρθρίτιδα κ.ά. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από ενδεχόμενη βελτίωση της γενικής εικόνας του συστήματος υγείας –η οποία βέβαια πρέπει να τεκμηριώνεται στη βάση σχετικών δεικτών– ειδικά θέματα σαν αυτά που προαναφέρθηκαν απαιτούν, ούτως ή άλλως, άμεσες  στοχευμένες παρεμβάσεις, τόσο στο σκέλος της χρηματοδότησης όσο και σε αυτό της οργάνωσης και λειτουργίας.  

DPN: Κύριε καθηγητά, είστε από εκείνους οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα 2 δις. ευρώ για την δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη είναι πολύ περιορισμένο και ανεπαρκές ποσό για τη χώρα μας;

Από τη στιγμή που, όπως ήδη σας ανέφερα, επιστημονικά ευρήματα καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών εμποδίων στην πρόσβαση των ασθενών στη θεραπεία και αδυναμία κάλυψης του κόστους των φαρμάκων, η επάρκεια του συγκεκριμένου ποσού τίθεται εν αμφιβόλω. Μην ξεχνάμε ότι η «διόρθωση» στη φαρμακευτική δαπάνη σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο ξεπερνά το 50%. Θα έλεγα ότι με τη διαχείριση των τελευταίων ετών και ιδίως με την επιβολή του μηχανισμού των αυτόματων επιστροφών, μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα ως προς την πειθαρχία στους προϋπολογισμούς, ωστόσο όλα τα άλλα κρίσιμα ζητήματα παραμένουν αβέβαια. Πρωτίστως είναι αβέβαιη η κάλυψη των αναγκών υγείας των πολιτών, ενώ θα πρόσθετα και την αμφιβολία όσον αφορά τη βιωσιμότητα του κλάδου, τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, τις επενδύσεις στην έρευνα κ.λπ.

DPN: Το προσχέδιο νόμου για τις κλινικές μελέτες στη χώρα μας είναι έτοιμο από τα μέσα του περασμένου Αυγούστου, αλλά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας δεν φαίνεται να επιθυμεί να το προωθήσει ως νομοσχέδιο στη Βουλή. Υποπτεύεσθε ποιος είναι ο λόγος;

Προφανώς άλλα ζητήματα έχουν προηγηθεί στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του Υπουργείου, κάτι το οποίο σε κάποιο βαθμό είναι κατανοητό, λόγω των πιεστικών συνθηκών της περιόδου. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι, ειδικά σε αυτό το ζήτημα, η διεθνής εμπειρία μπορεί να μας δείξει τον δρόμο τον οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να καταστήσουμε την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για κλινικές μελέτες. Δεν είναι τυχαίο το ότι πλέον μιλάμε για  «παγκοσμιοποίηση της κλινικής έρευνας», καθώς νέες χώρες έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για προσέλκυση κλινικών μελετών, έχοντας αντιληφθεί τα πολλαπλά οφέλη για τους ασθενείς, το σύστημα υγείας και την οικονομία. Σε αυτό λοιπόν το νέο περιβάλλον, αν θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί, δεν επιτρέπονται καθυστερήσεις. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το θεσμικό πλαίσιο αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ενδυνάμωση της κλινικής έρευνας και ότι, περαιτέρω, απαιτούνται κίνητρα για τους επενδυτές, υποστήριξη των ερευνητικών κέντρων και, ίσως, κεντρικός συντονισμός της όλης προσπάθειας προκειμένου να αντιμετωπισθεί η γραφειοκρατία και να καθιερωθούν ενιαίοι κανόνες.

DPN: Τελικά, ποιος είναι, κατά την επιστημονική σας γνώμη, ο βασικός λόγος για την τόσο σημαντική υστέρηση της χώρας μας στον τομέα της διενέργειας κλινικών μελετών;

Στην έκδοσή μας για την κλινική έρευνα, που μόλις κυκλοφόρησε, σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι, όπως και σε άλλες περιοχές δημόσιας πολιτικής και πολιτικής υγείας ειδικότερα, στο πεδίο αυτό για πολλά χρόνια πρωταγωνίστησε η αδράνεια, καθώς, απ’ ό,τι φαίνεται, η ενίσχυση των κλινικών μελετών δεν συμπεριλαμβανόταν στις  προτεραιότητες της κεντρικής διοίκησης. Μην ξεχνάμε ότι μόλις το 2010 το κράτος έδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον για την ενδυνάμωση της κλινικής έρευνας στη χώρα, κάτι το οποίο αποτυπώθηκε στην εντατικοποίηση της σχετικής δραστηριότητας, τον περιορισμό του χρόνου των εγκρίσεων και τελικά τον πενταπλασιασμό του κεφαλαίων που επενδύθηκαν. Εντούτοις, ο μερικός εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου, όπως προαναφέρθηκε, δεν αρκεί για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί. Πολλώ δε μάλλον, τη στιγμή που άλλες χώρες έχουν ήδη θεσπίσει σημαντικά κίνητρα και έχουν αναδειχθεί σε προνομιακούς προορισμούς διενέργειας κλινικών μελετών.

Παραπέμποντας πάλι στην πρόσφατη έκδοσή μας για την κλινική έρευνα, η δέσμη προτάσεων η οποία παρατίθεται ξεκινά από τη θέσπιση κινήτρων και την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και καταλήγει στη δημιουργία ειδικού συντονιστικού κέντρου με τη συμμετοχή εκπροσώπων ασθενών. Σε κάθε βέβαια περίπτωση, αυτό που πρέπει να προηγηθεί είναι η ένταξη της κλινικής έρευνας στις προτεραιότητες της πολιτικής υγείας στη χώρα.

Share.
Exit mobile version