Από τον Χαράλαμπο Πετρόχειλο
Φανερά ενοχλημένος εμφανίστηκε ο Υπουργός Υγείας κ. Ανδρέας Ξανθός στην εκδήλωση που διοργάνωσαν φαρμακοποιοί που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ στα γραφεία του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (δες εδώ), από τη διαμαρτυρία της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας για τον υψηλό φόρο των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με το ύψος των οικονομικών μέτρων clawback και rebate, που έχουν ως αποτέλεσμα «την αδιανόητη επιβάρυνση της παραγωγής φαρμάκων στη χώρα μας» και καθιστούν αδύνατη «όχι μόνο την υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα των παραγωγικών μονάδων της φαρμακοβιομηχανίας».
Ο κ. Ξανθός αφιέρωσε ένα κομμάτι της ομιλίας του στα θέματα που αφορούν το φαρμακείο, μίλησε όμως και για τη γενικότερη πολιτική που ακολουθήθηκε στο χώρο της υγείας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού Υγείας.
Μεταξύ λοιπόν των άλλων ο κ. Ξανθός αναφέρθηκε στη διαμαρτυρία της φαρμακοβιομηχανίας ότι η κυβερνητική πολιτική για τους ανασφάλιστους ουσιαστικά ασκείται με χρήματα της φαρμακοβιομηχανίας. Όπως είπε η δαπάνη για τα φάρμακα των ανασφάλιστων το 2018 ήταν 224 εκατομμύρια ευρώ. Προφανώς θεωρώντας αυτό το ποσό διόλου ευκαταφρόνητο έκανε λόγο για «τεράστια αλλαγή για την οποία διαμαρτύρεται η φαρμακοβιομηχανία και λέει ότι εμείς κάνουμε κοινωνική πολιτική εις βάρος της» επιδιώκοντας στη συνέχεια να δώσει απάντηση σε αυτή τη διαμαρτυρία. Συνέχισε λοιπόν: «Προφανώς είναι ανεπαρκείς οι κλειστοί προϋπολογισμοί και για τα νοσοκομειακά και για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα. Δεν μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού αλλά σήμερα λέμε ότι έχουμε διασφαλίσει μία άτυπη τριμερή χρηματοδότηση του συστήματος. Ο ένας πόλος είναι οι φαρμακευτικές, ο άλλος πόλος είναι το κράτος και ο τρίτος πόλος είναι οι ασθενείς. Το κράτος πληρώνει 2,5 δις, 1,945 για τα retail, τα φάρμακα που διατίθενται μέσα από το ιδιωτικό φαρμακείο και 550 για τα φαρμακεία των νοσοκομείων και του ΕΟΠΥΥ. 1,8 δις δίνει ο πολίτης από την τσέπη του, με τα 600 εκατομμύρια να είναι η θεσμοθετημένη συμμετοχή, δηλαδή το 10% και το 25% και η διαφορά της λιανικής και ασφαλιστικής τιμής και τα υπόλοιπα 1,2 δις είναι φάρμακα που αγοράζει ο πολίτης με απευθείας ιδιωτική πληρωμή είτε είναι μη συνταγογραφούμενα είτε είναι συνταγογραφούμενα αλλά μη αποζημιούμενα είτε είναι συνταγογραφούμενα και αποζημιούμενα. Και βεβαίως επιβαρύνονται και με 1,4 δις και οι φαρμακευτικές εταιρείες. Έτσι στάθηκε το σύστημα υγείας όρθιο. Έτσι έχει πρόσβαση ο κόσμος στο αναγκαίο φάρμακο. Και αυτό είναι το μείζον θέμα».
Επικαλούμενος την ανακοίνωση της ΠΕΦ ο κ. Ξανθός δεν στάθηκε μόνο στην άμυνα αλλά πέρασε και στην επίθεση και έγινε αρκετά αιχμηρός στην κριτική του απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία συνολικά ελληνική και πολυεθνική. «Μέχρι και η ΠΕΦ σήμερα μας κατηγόρησε για υπερφορολόγηση. Επειδή πουλάει υπερφορολόγηση, τις αυξημένες επιστροφές τη λέμε φορολογία. Δεν μιλάμε περί φορολογίας προφανώς αλλά περί αδυναμίας της σημερινής χαμηλής δαπάνης να καλύψει το σύνολο των αναγκών. Και λέω εγώ περί μιας αναγκαίας επιλογής να έχουμε νέα, αυξημένη φαρμακευτική δαπάνη αυτήν την περίοδο στη χώρα για να έχει ο κόσμος φάρμακα. Και αυτό ναι, βεβαίως θα επιβαρύνει τη φαρμακοβιομηχανία. Τι να κάνουμε; Έβγαλε αρκετά λεφτά η φαρμακοβιομηχανία, η εγχώρια και η εξωχώρια τα χρόνια της ασυδοσίας. Ας βοηθήσει αυτήν την περίοδο της κρίσης να σταθεί η χώρα όρθια και οι άνθρωποι να έχουν φάρμακα και να υπάρχει αξιοπρέπεια στο σύστημα υγείας».
Περί μεσαίας τάξης
Γενικότερο όμως ενδιαφέρον, ενόψει των εκλογών είχε και η τοποθέτηση του κ. Ξανθού για τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στη μεσαία τάξη, που στοίχησε, όπως παραδέχτηκε, στον ΣΥΡΙΖΑ στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
«Τολμήσαμε και τα βάλαμε με αυτό που λέγεται μεσαία τάξη. Τα βάλαμε με ποια έννοια; Αναγκαστήκαμε επειδή ακριβώς είχαμε δύο πολύ συγκεκριμένα όρια, το ένα να καλύψουμε τον ακραία φτωχοποιημένο κόσμο –αυτή ήταν η προτεραιότητά μας και επιτρέψτε να πω ότι αυτή είναι η προτεραιότητα για μία κυβέρνηση της Αριστεράς, να μην επιτρέψουμε σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας να εξαθλιωθεί πλήρως και γι’ αυτό περάσαμε τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση και γι’ αυτό προβλέψαμε το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, γι’ αυτό προβλέψαμε τα γεύματα τα σχολικά, γι’ αυτό προβλέψαμε τις παρεμβάσεις που έγιναν για να υπάρξει επισιτιστική βοήθεια σε ανθρώπους αδύναμους, να μην τους κόβεται το ρεύμα και βεβαίως την κάλυψη των ανασφάλιστων. Για να συμβεί αυτό, επειδή προφανώς δεν μπορούσαμε να γεννήσουμε λεφτά, έπρεπε να γίνει αυτό το οποίο δυστυχώς δεν αρέσει και θεωρείται μία καταραμένη λέξη και λέγεται “κοινωνική αναδιανομή”. Έτσι κρατιούνται όρθιες οι κοινωνίες. Όποιος πιστεύει ότι μπορούσαμε να τα διαχειριστούμε τα πράγματα και να τα βγάλουμε πέρα χωρίς να θιχτεί κανένας σε αυτή τη χώρα, είναι γελασμένος. Και το δράμα είναι βέβαια και εδώ είναι η μεγάλη μας αποτυχία ότι πρώτον, δεν μπορέσαμε αυτά τα χρόνια να συλλάβουμε τον μεγάλο πλούτο γιατί ο μεγάλος πλούτος πολύ τεχνηέντως και πολύ έγκαιρα είχε κρυφτεί σε off shore εταιρείες, είχε κρυφτεί σε καταθέσεις στο εξωτερικό, είχε γίνει επενδύσεις σε ακίνητα στο Λονδίνο και δεν ξέρω και που αλλού και μέσα από ένα γνωστό πλέγμα φοροαπαλλαγών και φοροαποφυγών πραγματικά είχε προστατευτεί. Ο κόσμος ο μισθωτός και οι συνταξιούχοι είχαν ήδη επιβαρυνθεί τα πρώτα χρόνια και δυστυχώς δεν έμενε άλλη λύση από το να επιβαρυνθεί και ένα κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή είναι μία αντικειμενική πραγματικότητα την οποία κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει. Αλλά παρόλα αυτά επιτρέψτε μου να πω ότι υπήρξαν και παρεμβάσεις που ήταν και για την μεσαία τάξη. Δεν μιλάω τώρα για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που αφορούσε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ελευθεροεπαγγελματιών αλλά μιλάω για το κομμάτι το δικό μας. εγώ ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η κάλυψη των ανασφάλιστων και η επένδυση στο δημόσιο σύστημα υγείας ήταν πολιτική και για τη μεσαία τάξη. Για κομμάτια της μεσαίας τάξης τα οποία φτωχοποιήθηκαν, για εμπόρους, αυτοαπασχολούμενους, επαγγελματίες, μικροεπιχειρηματίες οι οποίοι χρεοκόπησαν, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, βρέθηκαν στο έλεος του Θεού, δεν μπορούσαν να πληρώνουν τις εισφορές τους και έχασαν και αυτό το στοιχειώδες δικαίωμα να έχουν ισότιμη περίθαλψη. Αυτό το διασφαλίσαμε. Όχι πλήρως, αυτό είναι αλήθεια διότι πρώτον δεν μπορούν να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα και δεύτερον αυτές τις παροχές του ΕΟΠΥΥ δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα διότι τα οικονομικά του ΕΟΠΥΥ ήταν πολύ περιορισμένα, να τις διασφαλίσουμε και για τους ανασφάλιστους ανθρώπους. Και είναι πραγματικά προβληματικό, να δίνουμε τα φάρμακα για τους διαβητικούς και να μην μπορούμε να τους καλύψουμε για τα αναλώσιμα παρά μόνο περιστασιακά και εάν από κάποια φαρμακεία νοσοκομείων. Αυτό είναι μεγάλο έλλειμμα και κατά την άποψή μου αυτό είναι και το στοίχημα της νέας περιόδου. Μία υποχώρηση της λιτότητας, μία σταδιακή ενίσχυση των κλειστών προϋπολογισμών και των φαρμάκων και των παροχών του ΕΟΠΥΥ και των λειτουργικών δαπανών του ΕΣΥ έτσι ώστε με μεγαλύτερη πληρότητα να καλύψουμε ανάγκες οι οποίες σήμερα όντως είναι ακάλυπτες και επιβαρύνουν πάρα πολύ τον κόσμο».