Στην προσπάθεια αναχαίτησης του νεότερου κύματος της πανδημίας COVID-19, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να εμβολιαστούν τα παιδιά. Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα, καθώς αφορά μία ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα του πληθυσμού και προβληματίζει όχι μόνο τους ειδικούς αλλά κυρίως τους γονείς που θα πρέπει να αποφασίσουν για τον εμβολιασμό των παιδιών τους.

 

Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη

 

Ενδιαφέροντα στοιχεία για τον εμβολιασμό των παιδιών δημοσιεύτηκαν, πρόσφατα, στο έγκριτο διεθνές περιοδικό “Nature”.

Οι υπεύθυνοι εμβολιασμών του Ηνωμένου Βασιλείου, συνιστούν την καθυστέρηση των εμβολιασμών για τα παιδιά κάτω των 16 ετών, λόγω της μικρής πιθανότητας σοβαρής νόσου σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.

Στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, ήδη, ο εμβολιασμός των παιδιών προχωράει κανονικά, δεδομένου ότι θα υπάρχει επαρκές απόθεμα εμβολίων. Παρόλο που από την αρχή της πανδημίας τα παιδιά νοσούσαν συνήθως ήπια, η έστω και μικρή πιθανότητα σοβαρής νόσου, αλλά και οι μακροχρόνιες επιπλοκές (long COVID-19), έχουν οδηγήσει πολλούς παιδιάτρους στο να προτείνουν τον εμβολιασμό των παιδιών.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο, η σύσταση αυτή ισχύει για εφήβους που ανήκουν σε ευπαθή ομάδα, ή που ζουν μαζί με γονείς που είναι ευπαθείς.

Στην υποσαχάρια Αφρική, τα δεδομένα νοσηλειών και θανάτων λόγω COVID-19 είναι ανεπαρκή ως προς την ηλικία, οπότε δεν γνωρίζουμε τη βαρύτητα της νόσου εκεί στα παιδιά ή τις πιθανές συννοσηρότητες όπως η φυματίωση, το HIV ή η υποθρεψία. Οι παιδίατροι ανησυχούν για την πιθανή ταυτόχρονη νόσηση ενός παιδιού με COVID-19  μαζί με κάποιον συνήθη αναπνευστικό ιό, όπως ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, που σπάνια μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο.

Τα mRNA εμβόλια των εταιρειών Pfizer και Moderna έχουν δοκιμαστεί και αποδειχθεί ασφαλή σε παιδιά άνω των 12 ετών, ενώ διενεργούνται μελέτες και σε παιδιά άνω των 6 ετών.
Ο πιθανός κίνδυνος για ενδοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα που έχει αναφερθεί στο εμβόλιο της εταιρείας Pfizer αναδείχθηκε όταν άρχισαν να εμβολιάζονται νεότεροι άνθρωποι στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ.

Η συσχέτιση μεταξύ του εμβολίου και της καρδιακής αυτής φλεγμονής δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, οι περισσότεροι ασθενείς έχουν αναρρώσει πλήρως και η επίπτωση είναι πολύ χαμηλή, δηλαδή  67 περιπτώσεις ανά ένα εκατομμύριο δεύτερες δόσεις σε αγόρια 12-17 ετών, και 9 περιπτώσεις αντίστοιχα στα κορίτσια.

Στη Μάλτα, έχει εμβολιαστεί το 80% του πληθυσμού και εμβολιάζονται ήδη παιδιά άνω των 12 ετών, με το σκεπτικό να μειωθεί η μετάδοση στους ευπαθείς και ηλικιωμένους, μέσω της επίτευξης ανοσίας αγέλης.

Να θυμίσουμε, εδώ, ότι στην Ελλάδα, μετά τη θετική γνωμοδότηση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, συστήνεται ο εμβολιασμός εφήβων ηλικίας 15-17 ετών κατά της COVID, ενώ έχει ξεκινήσει επιστημονική συζήτηση σχετικά με την  ενδεχόμενη επέκταση του εμβολιασμού σε παιδιά 12-15 ετών.

Ένα ερώτημα ακόμη σχετικά με τον εμβολιασμό των παιδιών είναι το εάν είναι ηθικά σωστό να εμβολιαστούν τα παιδιά, όταν σε κάποιες χώρες του κόσμου δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί οι ευπαθείς ομάδες. Δεδομένων των στοιχείων αυτών είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας επιδημιολογικός χάρτης για να διαμοιραστούν ανάλογα με τις ανάγκες οι διαθέσιμες δόσεις εμβολίων.

 *Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν το σχετικό δημοσίευμα στο “Nature”.

 

Share.
Exit mobile version