Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.

Μια νέα παγκόσμια έρευνα παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση της κατάθλιψης με την εύρεση σχεδόν 700 γενετικών παραλλαγών που συνδέονται με την πάθηση. Πρόκειται για την μεγαλύτερη και πιο ποικιλόμορφη γενετική μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί, με στόχο να εντοπιστούν ποια γονίδια παίζουν ρόλο στην αύξηση του κινδύνου για κατάθλιψη.

Η κατάθλιψη είναι από τις πιο διαδεδομένες παθήσεις ψυχικής υγείας παγκοσμίως, που επηρεάζει περισσότερα από 300 εκατομμύρια άτομα σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, εθνότητες και κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Πρόκειται για μια σοβαρή ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται με ένα επίμονο και παρατεταμένο αίσθημα θλίψης που επηρεάζει τη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ατόμου, αλλάζοντας δραματικά την ποιότητα ζωής του.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης είναι κατά κύριο λόγο η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής και η ψυχοθεραπεία. Όμως, παρά την πρόοδο των νευροεπιστημών και την ανάπτυξη πολλών αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, το 1/3 των ασθενών δεν ανταποκρίνεται στην αρχική θεραπεία, ενώ εκτιμάται ότι κατά μέσο όρο απαιτούνται 2.6 δοκιμές μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη αντικαταθλιπτική αγωγή.

Η γενετική της κατάθλιψης

Διεθνής ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, το King’s College στο Λονδίνο, το Πανεπιστήμιο του Queensland  και το Brain and Mind Center στο Σίδνεϊ, ανέλυσε ανώνυμα γενετικά δεδομένα από περίπου 5 εκατομμύρια ανθρώπους σε 29 χώρες παγκοσμίως. Ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες δεν είχε ευρωπαϊκή καταγωγή. 

Οι ερευνητές εντόπισαν 697 γενετικές παραλλαγές – μικρές διαφορές στην αλληλουχία DNA που συνθέτει ένα γονίδιο – και 308 γονίδια που σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο κατάθλιψης. Σχεδόν οι μισές από τις γενετικές παραλλαγές που εντοπίστηκαν δεν είχαν συσχετιστεί με την πάθηση μέχρι σήμερα.

Αν και κάθε γενετική παραλλαγή έχει μικρό αντίκτυπο στον συνολικό κίνδυνο κάποιου να εμφανίσει κατάθλιψη, πολλαπλές γενετικές παραλλαγές μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ενός ατόμου να εκδηλώσει κατάθλιψη. 

Οι γενετικές παραλλαγές που εντοπίστηκαν συνδέθηκαν με νευρώνες – έναν τύπο εγκεφαλικών κυττάρων – σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων περιοχών που ελέγχουν το συναίσθημα.

«Η κατάθλιψη είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη διαταραχή και έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε για τα βιολογικά της υπόβαθρα. Η μελέτη μας δείχνει ότι η κατάθλιψη είναι μια εξαιρετικά πολυγονιδιακή νόσος καθώς εντοπίζει εκατοντάδες επιπλέον γενετικές παραλλαγές που φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό  ρόλο στην εκδήλωση της κατάθλιψης» δήλωσε η Δρ. Cathryn Lewis, Καθηγήτρια Γενετικής Επιδημιολογίας & Στατιστικής στο King’s College και συνεπικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.

Από τα ευρήματα προέκυψε επίσης ότι, υπάρχοντα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών αντικαρκινικών θεραπειών και φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη διαχείριση της ημερήσιας υπνηλίας, του πόνου και του άγχους, θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της κατάθλιψης.

«Τα ευρήματα μας επέτρεψαν να κατανοήσουμε καλύτερα τις βιολογικές οδούς που εμπλέκονται στην κατάθλιψη και από αυτό μπορέσαμε να εντοπίσουμε φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία άλλων καταστάσεων που στοχεύουν αυτές τις ίδιες βιολογικές οδούς. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να ελέγξουμε αν αυτό θα επηρεάσει τον κίνδυνο κάποιου να έχει κατάθλιψη» δήλωσε η Δρ. Brittany Mitchell, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών QIMR Berghofer.

Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι 100 από τις γενετικές παραλλαγές που ανακαλύφθηκαν εντοπίστηκαν λόγω της συμπερίληψης ανθρώπων αφρικανικής, ισπανικής και νοτιοασιατικής καταγωγής. Προηγούμενες έρευνες για τη γενετική της κατάθλιψης είχαν επικεντρωθεί κυρίως σε λευκούς πληθυσμούς που αρχικά προέρχονταν από ανθρώπους που ζούσαν στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, οι θεραπείες που αναπτύχθηκαν χρησιμοποιώντας γενετικές προσεγγίσεις ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματικές σε άλλες εθνότητες, διευρύνοντας τις υπάρχουσες ανισότητες στον τομέα της υγείας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, υπάρχουν ακόμη τεράστια κενά στην κατανόηση της κλινικής κατάθλιψης που περιορίζουν τις ευκαιρίες βελτίωσης των αποτελεσμάτων για όσους επηρεάζονται. Μεγαλύτερες και πιο αντιπροσωπευτικές μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ζωτικής σημασίας για την παροχή των γνώσεων που απαιτούνται για την ανάπτυξη νέων και καλύτερων θεραπειών και την πρόληψη ασθενειών σε άτομα που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν κατάθλιψη.

Πηγές: Cell, King’s College London

Share.
Exit mobile version