Η έρευνα με τίτλο «Το Κοινωνικό Φορτίο της ΧΑΠ στην Ελλάδα», που εκπόνησαν από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας ο καθηγητής Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας Νίκος Μανιαδάκης και η εξωτερική συνεργάτης Γεωργία Κουρλαμπά για λογαριασμό της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας και παρουσιάζει κατ? αποκλειστικότητα το DailyPharmaNews.gr, φανερώνει πως ο συνολικός επιπολασμός της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας είναι 10,6%/ Περίπου το ένα τρίτο των ατόμων με ΧΑΠ (29,3%) ανέφεραν ότι συνεχίζουν το κάπνισμα. Η υπέρταση (51,6%) και ο διαβήτης (20,2%) ήταν μεταξύ των πιο συχνά αναφερόμενων συννοσηροτήτων. Περίπου το ένα τρίτο των συμμετεχόντων (35%) ανέφεραν «λαχάνιασμα κατά το γρήγορο βάδισμα σε επίπεδο ή σε ελαφρώς κεκλιμένο έδαφος».
Αναφορικά με την αντιλαμβανόμενη από τον ασθενή βαρύτητα της ΧΑΠ (ήπια, μέτρια ή βαριά/πολύ βαριά), η πλειοψηφία των συμμετεχόντων θεωρούσαν ότι η αναπνευστική τους πάθηση ήταν μέτριας βαρύτητας (34,2%) και ακολουθούσαν εκείνοι που θεωρούσαν ότι η αναπνευστική τους πάθηση είναι ήπιας βαρύτητας (33,9%). Επιπλέον, φαίνεται ότι η ΧΑΠ έχει χειρότερη ποιότητα ζωής σε σύγκριση με απειλητικές για τη ζωή παθήσεις όπως η στεφανιαία νόσος και η καρδιακή ανεπάρκεια. Συνολικά, οι συμμετέχοντες ανέφεραν σημαντική επίδραση της ΧΑΠ στην καθημερινή τους ζωή, ενώ το 61,5% από αυτούς ανέφεραν ότι η αναπνευστική τους πάθηση επηρεάζει κατά πολύ τις αθλητικές τους δραστηριότητες. Επίσης, αξιολογήθηκε η επίδραση των συμπτωμάτων σε μία σειρά ψυχολογικών μεταβλητών που σχετίζονται με το άγχος και τη δυσφορία.
Πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες (52,7%) ανησυχούν για την εκδήλωση παροξυσμών ή πανικού όταν «δεν μπορούν να πάρουν ανάσα» (61,3%). Επιπλέον, το 73% (περίπου τα τρία τέταρτα) των συμμετεχόντων θεωρούν ότι το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να τους προσφέρει περισσότερα από αυτά που ήδη τους προσφέρει. Μόνο το 27,9% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι επί του παρόντος εργάζονται. Μεταξύ αυτών, περίπου το ένα τέταρτο ανέφεραν ότι έχουν απουσιάσει από την εργασία τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, λόγω των αναπνευστικών τους συμπτωμάτων, ενώ ο μέσος αριθμός ημερών που χάθηκαν ήταν 10. Επιπλέον, περίπου το 40% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι υφίστανται περιορισμό ως προς το είδος ή την ποσότητα της εργασίας που μπορούν να κάνουν.