Η συγκινητική εξομολόγηση της κ. Περή για τον άνισο αγώνα του συζύγου της με τον καρκίνο του πνεύμονα αλλά και τον δικό της αγώνα να μείνει δυνατή.

 

Της Τάνιας Η. Μαντουβάλου

Η κυρία Κατερίνα Περή , μία 55χρονη Κρητικιά της διπλανής πόρτας, που το λέει η ψυχούλα της, μέσα από την ομιλία της, κατά τη διάρκεια ημερίδας που διοργάνωσε η ΕΛΛΟΚ για τον Καρκίνο του Πνεύμονα, έθιξε σημαντικά ζητήματα που αφορούν νοσούντες από καρκίνο και περιθάλποντες, για τα οποία θα έπρεπε επιτέλους η Πολιτεία να αποκτήσει πιο ευήκοα ώτα. Και η κυρία Κατερίνα μίλησε για κλινική, όταν δίπλα μας υπάρχουν καρκινοπαθείς  που βιώνουν το τελευταίο, ενίοτε πολύ επώδυνο στάδιο της ζωής τους στο σπίτι, κάποιοι χωρίς ασφάλεια, χωρίς χρήματα, χωρίς συγγενείς, ή με ανθρώπους δίπλα τους που δεν έχουν τη δυνατότητα να συνδράμουν οικονομικά. Αύριο μπορεί στη θέση τους να βρεθούμε εμείς, ο σύντροφος μας, το παιδί μας, οι γονείς μας, ένας φίλος. Οι μονάδες τελικού σταδίου στον καρκίνο κάποτε θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα σε αυτό το κράτος, έτσι ώστε οι αναχωρούντες να φεύγουν με αξιοπρέπεια. Ακολουθεί η ομιλία της κα Κατερίνας η οποία προδήλως δεν χρήζει σχολίων…

«Στην πτέρυγα με την πιο μεγάλη ησυχία, τάξη, ευγένεια, διακριτικότητα, μα και τον πιο μεγάλο πόνο και σπαραγμό που είχαμε βιώσει μέχρι τότε… Πριν περίπου τρία χρόνια απροειδοποίητα, σχεδόν σιωπηλά, ύπουλα, ο καρκίνος του πνεύμονα χτύπησε τον άντρα μου. Έναν άνθρωπο δυναμικό, δραστήριο, πού πήγαινε στο γυμναστήριο, έκανε βόλτες με τη μοτοσικλέτα του, 57 χρονών. Έναν άνθρωπο δοτικό, αιμοδότη, δότη μυελού των οστών, δωρητή οργάνων με αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο, έναν άνθρωπο υγιέστατο και νέο. Γιατί ο καρκινόδρακος δεν χτυπάει επιλεκτικά. Ο καρκινόδρακος είναι ύπουλος, μοχθηρός, συχνά ανελέητος. Δεν μπορείς να του κάνεις το μάγκα. Ελπίζεις μόνο εάν μπορεί να σε λυπηθεί, και να σε αφήσει. Ο σύζυγός μου δυστυχώς εργαζόταν σε χημικό εργαστήριο και ήταν καπνιστής από την εφηβεία.

Φίλοι απομακρύνονται, χάνονται, όπως οι σκιές όταν έρθει το σκοτάδι

Μετά το πρώτο σοκ της διάγνωσης, η οικογένειά μας μπήκε σε ένα τούνελ σκοτεινό, που έπρεπε να παλέψουμε όλοι μαζί πλέον σαν μία ομάδα, για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού προβλήματος υγείας. Κι εκεί αντιλαμβάνεσαι τελικά πόσο μικρή είναι η οικογένειά σου. Πόσο λιγοστεύουν οι φίλοι σου, οι γείτονες, οι άνθρωποι που μέχρι τώρα ήταν κοντά σου. Αδελφοφιλενάδες, όπως λέμε εμείς εδώ στην Κρήτη, ξαφνικά δεν μπορούν να το διαχειριστούν. Φίλοι απομακρύνονται, χάνονται, όπως οι σκιές όταν έρθει το σκοτάδι. Βέβαια ήταν και η χρονιά του COVID που ο κόσμος ήταν περισσότερο φοβισμένος, κλεισμένος και οι συγγενείς που νόμιζες ότι θα συμπαρασταθούν, γιατί στις χαρές ήταν εκεί, σιγά-σιγά κρύβονται από ένα φόβο, από λύπη, πιθανώς για να προστατέψουν τον εαυτό τους από τον πόνο. Και απλώς σου λένε τα γνωστά. “Όλα θα πάνε καλά, είσαι δυνατή. Δεν σε φοβάμαι. Αν χρειαστείτε κάτι”, κλπ. Και η οικογένεια ξαφνικά γίνεται δύο τρία άτομα ή και ένα πολλές φορές, όπως είδαμε στην κλινική , που κρατάει ένα χέρι σκελετωμένο, που χαϊδεύει ένα κεφάλι χωρίς μαλλιά, που ακούει κάποια βράδια ένα βήχα και μία ανάσα δύσκολη, που στηρίζει, αγαπά, προσεύχεται και περιμένει.

Φάρμακα που δεν συνταγογραφούνται, αναλώσιμα, ειδικές τροφές μόνο με ένα μισθό

Η αγωνία ειδικά το πρώτο διάστημα για τα οικονομικά και πρακτικά προβλήματα σε κατακλύζει. Τόσα φάρμακα που δεν συνταγογραφούνται, ή κάποιες εξετάσεις, ή έστω και η συμμετοχή τους σε αυτές. Τόσα ειδικά βοηθήματα, ειδικές τροφές, αναλώσιμα είδη ,κρεβάτια, αναπηρικές καρέκλες ,μόνο με ένα μισθό. Ήμουν πραγματικά τυχερή γιατί είχα το μισθό μου. Άλλες γυναίκες όμως που γνώρισα στην κλινική και δεν εργαζόντουσαν, ή αναγκάστηκαν να αφήσουν τη δουλειά τους, για να αφοσιωθούν στη φροντίδα των συζύγων τους, ήταν πραγματικά σε μία δεινή οικονομική κατάσταση. Αποφασίζεις να πουλήσεις ό,τι μπορείς. Να ταξιδέψει στην Αθήνα ή στο εξωτερικό. Οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι σου λένε να προσέξεις τον εαυτό σου, να πάρεις φυλλάδια με οδηγίες για το φροντιστή του καρκινοπαθούς, να μπεις σε αντικαταθλιπτική αγωγή για να αντέξεις.

Αντιστέκεσαι κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό που απομένει από το περιβόητο προσδόκιμο ζωής

Κι εσύ που βλέπεις ότι η ευτυχία σου και η ζωή σου ως τώρα, πια είναι μία ανάμνηση. Σφίγγεις τα δόντια, ψηλώνεις πιο πολύ, και αντιστέκεσαι. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό που απομένει από το περιβόητο προσδόκιμο ζωής. Μιας εναπομείνασας ζωής μηνών, γιατί ο καρκίνος του πνεύμονα έχει ήδη χτυπήσει και αλλού. Όταν διαγνωστεί συνήθως είναι ήδη αργά γιατί δεν υπάρχει σωστή πρόληψη. Ο μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα, όπως μου είπε ο γιατρός αγαπάει τον εγκέφαλο. Και εγώ όπως είπα στο γιατρό, αγαπάω τον άντρα μου. Και ο γιος μου αγαπάει τον πατέρα του, που δεν πρόλαβε να δει το πτυχίο του, τη στρατιωτική του θητεία, την πορεία του στην ενήλικη ζωή. Στον σύλλογο ΕΥ ΖΩ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ βρήκα μία ανέλπιστη βοήθεια, μία αγκαλιά, μία οικονομική, πρακτική και ανιδιοτελή συνδρομή στο πρόβλημά μου. Με δωρεάν συνεδρίες από εθελοντές ψυχολόγους, με δωρεάν αγκαλιές εν μέσω περιόδου κορονοϊού, με δωρεάν αγάπη και στήριξη από άτομα που γνωρίζουν εκ των έσω τον δύσκολο ανήφορο αυτής της νόσου. Γιατί μόνο όσοι έχουν νοσήσει, ή όσοι έχουν φροντίσει οι καρκινοπαθείς, μπορούν να καταλάβουν.

Αναθυμούμαι, νοσταλγώ και έχω μεγάλο πόνο να σε έβλεπα στην πόρτα μου, ετούτο θέλω μόνο

Ο εθελοντισμός και η προσφορά λοιπόν στους τόσους πολλούς συλλόγους στην Ελλάδα, είναι ένα πρώτο μέλημα νομίζω για όσους έχουν βγει νικητές από τη μάχη με τον καρκίνο. Και όχι μόνο. Και για όσους βρέθηκαν δίπλα σε αγαπημένους, τους σε πρόσωπα που νόσησαν, απεβίωσαν, ή νίκησαν τον καρκίνο. Γιατί και αυτοί είναι πάρα πολλοί και πολύ σημαντικοί άνθρωποι. Αυτή η προσφορά σας διαβεβαιώ δεν είναι ανιδιοτελής τελικά. Η αγάπη και η εκτίμηση που εισπράττεις είναι τεράστια. Η ψυχή σου γαληνεύει, μπορείς να ζήσεις πλέον πιο πλήρης, πιο ήσυχος ότι προσφέρεις και γίνεσαι και εσύ αρωγός στη μνήμη του αγαπημένου σου. Θα ήθελα να κλείσω με δύο μαντινάδες που έγραψα στο πολιτικό μνημόσυνο προ ημερών του συζύγου μου: “Ήλιε χρυσέ της σκέψης μου και ανατολή του νου μου, δεν έχεις βασιλέματα στον τόπο του ουρανού μου. Αναθυμούμαι, νοσταλγώ και έχω μεγάλο πόνο να σε έβλεπα στην πόρτα μου, ετούτο θέλω μόνο”». 

 

Share.
Exit mobile version